United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέτρες που στρωθήκανε μια φορά στα σοκάκια του, και πια δεν ξεστρωθήκανε! Μόνο τις στρογγύληνε ο καιρός από πάνω, τις ρίζωσε βαθιά αποκάτω, και τώρα χριστιανός κι αν θέλη να περπατήξη δίχως &να σκύβη&, είναι αδύνατο! Μήτε γω δεν πηγαίνω πια στο χωριό. Σαν ήρθα γέρος από τα ξένα, έμεινα στην πατρίδα της νιότης μου μερικούς μήνες.

Τις ανηφορικές, τις άλλες στράτες, όμως και τα στενά σοκάκια, εκείνα πού και πού τα βλέπει η θάλασσα. Για να νοιώσω λίγη ζωή Ελληνική, τρέχω στα σχολεία· αλλ' είναι κλειστά γιατί είναι καλοκαίρι κ' έχουν τελειώσει τα μαθήματα. Ο καλόγερος, ο διευθυντής, μόνος μ' ένα παιδί φυλάγει τη μεγάλη Σχολή του Γένους.

Όταν κανείς δεν έχει τύχη σ' ένα κόσμο, την βρίσκει σ' άλλονε. Είναι μεγάλη ηδονή να βλέπει κανείς και να κάμνη νέα πράγματα. — Έχεις λοιπόν πάει στην Παραγουάη; είπεν ο Αγαθούλης. — Ε! βέβαια, είπεν ο Κακαμπός. Έκαμα επιστάτης στο κολλέγιο της Ανάληψης και ξέρω τη διοίκηση των λος πάδρες, όπως ξέρω τα σοκάκια των Γαδείρων. Είναι κάτι θαυμάσιο αυτή η διοίκηση.

Μονάχα μια μικροπρόσωπη μια καστανομάτα νιοπαντρεμμένη, η Νίτσα, πούχε παντρευτή εδώ και τρεις μήνες και πήρε ένα όμορφο παλληκάρι, που την μια βραδιά την χόρτασε φιλιά κι αγάπη, και την άλλη ξενητεύθηκε για τα ξένα, και πήγε για να πουλάη σαρδέλλες και ρίζι μακριά, πολύ μακριά στης Πόλης τα σοκάκια, γύριζε αχνή και λυπημένη.

Και τότε τα παραιτώ όλα και φεύγω και γυρίζω στα σοκάκια και τα δώματα σαν κουζουλός ... Δε μπορώ μπλειο, Πηγιό, δε μπορώ ... Μα ως πότε ν' ανημένω; Ο κύρης μου λέει πως θα γενή η στεφάνωσή μας δυο μήνες ύστερ' απού τη Λαμπρή. Μπορώ 'γώ ν' ανημένω ως τότε και να κάθεται κι' ο κύρης σου όλο στην πόρτα και να μη μπορώ ναρθώ να σε 'δώ; Θα σκάσω, θα κουζουλαθώ.

Γύριζε στο φεγγάρι, είχε αϋπνία. Το φεγγάρι ξέρεις τονέ χτυπάει κατακούτελα. Μην τα ρωτάς! ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Κ' εμένα με χτυπούσε μια φορά, σαν αγαπούσα τη Βασίλω. Όλη τη νύχτα γύριζα στα σοκάκια. Τώρα που τηνέ πήρα δε με χτυπάει ούτε ο Ήλιος. Ρώτα τη να σου πη τι τραβάει ως να με ξυπνήση. Γεια σου Μπάρμπ-Αργύρη. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΚαλή δύναμι. Στο καλό .. . Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ, μοναχός του.

Στα χωριά και στις χώρες εκεί πέρα τέτιοι μπουζουκιτζήδες είνε ένας δυο το πολύ σε κάθε μέρος. Όταν βγαίνουν αυτοί τη νύχτα μπαντονάδες, τα σοκάκια γεμίζουν από το πάθος του τραγουδιού τους κι απ' την αρμονία του μπουζουκιού τους. Τα κορίτσια οι γυναίκες γλυκαίνονται, λιγουρεύουν ξετρελλαίνονται με της μουσική τους, κρυφανοίγουν τα παράθυρα.

Όσο όμως ο Έφις ανέβαινε, η θλίψη αυτή μεγάλωνε, για να φτάσει στο αποκορύφωμά της με τα απομεινάρια του παλιού νεκροταφείου και των ερειπίων της εκκλησίας που απλώνονταν στην καταραχιά, στη σκιά του Βουνού, ανάμεσα σε βάτα και φλόμους. Τα σοκάκια ήταν έρημα και τα κάθετα βράχια του Βουνού έμοιαζαν τώρα με μαρμάρινους πύργους.

Πρέπει να σαστίσαμε κει πάνω στο μεγάλο το δρόμο, και πήραμε αυτό το σοκάκι χωρίς να το νοιώσουμε. Αστέγνωτη λάσπη, και σκύλοι αμέτρητοι! Λάσπη, μα όχι και δίχως μαργαριτάρια. Θάβρης ένα σόγι μέσα σ' αυτά τα σοκάκια, που και να μην το πης μαργαριταρένιο, είναι θησαυρός που μ' όλους τους δικούς μας τους τσελεμπήδες δεν τον αλλάζεις. Ως τόσο θησαυρός μονάχα για λόγου του.

Τα δέντρα του περιβολιού που πήγαινα συχνά με το βιβλίο στο χέριτι καλά που το θυμούμαι τώρα! — κουνιούνταν και ψιθύριζαν αγάλια σταφτιά μου «Καλώς ώρισες, παιδί μουΝαι! κ' οι πέτρες στο δρόμο με χαιρετούσαν, και μ' έρχουνταν όλο να τις πω «Πετρίτσες μου αγαπημένες, κακοστρωμένα μου σοκάκια, με τι καρδιοχτύπι σας ξαναπατώ