United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με αμάξι 'στους δρόμους γυρνά. έως κάτω κι' αυτόν προσκυνούν, με μεγάλους μεγάλος περνά και καυχάται πως έχει και νουν. Με μεσίτας γεμίζουν οι δρόμοι, ποία φύσις τριγύρω πεζή! Μα συ μόνο δεν νοιόθεις ακόμη, πως με στίχους ο κόσμος δεν ζη; Γιατί δίχως φροντίδα κοιμάσαι, και για κλέφτες πεντάρα δεν δίνεις; πιο καλά απ' αυτούς να φοβάσαι, παρά 'ξένοιαστη τόσο να μείνης.

Μπορεί να μας γεμίζουν την ψυχή τρόμο, φρίκη ή θαυμασμό, αλλά δεν μας βλάπτουν. Δεν είναι σε άμεση με μας σχέση. Δεν έχομε να τους φοβηθούμε καθόλου, Αυτοί πέρασαν στη σφαίρα της Τέχνης και της Επιστήμης και ούτε η Τέχνη ούτε η Επιστήμη έχει να κάνη τίποτε με την ηθικήν επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία. Αυτό μπορεί να συμβή ίσως καμμιά μέρα και με το φίλο του Charles Lamb.

Και τα λουλούδια δεν ξυπνήσανε τριγύρω από την αγάπη τους και οι πεταλούδες δεν πετάξανε από τα μαλλιά της. Την ώρα που γεμίζουν τα νερά της λίμνης από ροδόφυλλα, ήλθε ο μάγος λεβέντης και φίλησε την Πεντάμορφη. Και ο καθρέφτης των νερών χωρίς ραγισματιά καθρέφτισε το φίλημά του και οι νυμφαίες κρύψανε τα χείλια τους.

Τα πανιά της πλώρης γεμίζουν και παραφουσκώνουν σαν μάγουλα Τρίτωνος. Το κύμα και ο άνεμος ανίκητα το σπρώχνουν εμπρός στον μοιραίο του δρόμο χωρίς θέλησι, χωρίς δύναμι, χωρίς κυβέρνια. Ο καπετάνιος βλέποντας την αδυναμία του ελύσσαξε. Τον έπιασε το αράπικο. — Δυο κεριά στον Αϊνικόλα· προστάζει ευθύς το ναυτόπουλο.

Γύρω εις το μέρος όπου γίνονται τα γεύματα υπάρχουν μεγάλα υάλινα δένδρα από διαυγεστάτην ουσίαν, καρποί δε των δένδρων τούτων είνε ποτήρια παντοειδή και κατά τα σχήματα και κατά τα μεγέθη. Ο ερχόμενος λοιπόν εις το συμπόσιον τρυγά έν ή δύο εκ των ποτηρίων τούτων και τα θέτει πλησίον του, αυτά δε παρευθύς γεμίζουν οίνον. Κατ' αυτόν τον τρόπον πίνουν.

Δεν θέλω γέρους να κυττώ, που κάποτε ασπρίζουν και κάποτε με μια βαφή σαν την σουπιά μαυρίζουν. Δεν θέλω πλέον να κυττώ τας εκλεκτάς κυρίας να πιάνωνται νυχθημερόν με τας υπηρετρίας, δεν θέλω τα φουστάνια των να με γεμίζουν σκόνη, δεν θέλω νάμαι άγαμος, αλλ' ούτε παντρεμμένος, δεν θέλω Ρήγας σπαθωτός εμπρός μου να φουσκώνη σαν ένας γέρο-βάτραχος από νερό πρησμένος.

ΣΟΛ. Σου είπα ότι δεν γνωρίζεις ακόμη τα δικά μας• αλλ' αφού περάση ολίγος καιρός, θ' αλλάξης γνώμην, όταν θα πηγαίνης εις τας πανηγύρεις και θα βλέπης τόσον πλήθος ανθρώπων συναθροιζόμενον διά να παρακολουθή αυτά τα αγωνίσματα και να γεμίζουν τα στάδια από μυριάδας θεατών, οι οποίοι θα επευφημούν τους αγωνιζομένους, εκείνος δ' εξ αυτών ο οποίος θα νικήση, να θεωρήται ίσος με θεόν.

Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε. Οι σπηλιάδες έρχονταν συννώτερες και τα πανιά ένα με το άλλο άρχισαν να γεμίζουν, να γουβώνουν σαν μεγάλες αχιβάδες, τα ξάρτια και οι μακαράδες να τριζοβολούν. Ο γέρος έδινε τόρα τα προστάγματα γοργά· οι ναύτες έτρεχαν από σκότα σε σκότα· η γολέτα επηδούσε στα κύματα σαν γοργάλογο στον απλωτό κάμπο και η πλώρη της ελίχνιζε το νερό.

Και το καλλίτερο που έχει να τάξη κι' αυτός κι' όλοι τους είνε να μην αφίνουν τα γίδια τους να 'μβαίνουν μέσα εις τα ξωκκλήσια και τα γεμίζουν βιρβιλιαίς. . . . Να είνε προσεκτικώτεροι και να έχουν περισσότερον σέβας . . . Να μην πατούν τα ξένα κτήματα με τα κοπάδια τους και τρώγουν της εληαίς και τα θηλιάσματα των Χριστιανών. Αυτά πρέπει να τάξη. — Τάζω, είπεν ο Στάθης.

Το ρέμα του είναι σιγανό και στενά τα παράλια που λούζει. Λίγο λίγο μεγαλώνει. Η γις ποτίζεται με τα νερά του κ' οι κάμποι γεμίζουν πρασινάδα· δροσίζουνται οι ρίζες και τα δέντρα χύνουν όλα τους τα φύλλα. Αν πάτε με τον ποταμό, γρήγορα θα διήτε στο δρόμο σας σπίτια, χωράφια και ζωή. Σωρέβουνται σε μια μικρή χώρα άντρες, γυναίκες και παιδιά. Γίνεται δ ή μ ο ς· έχει τα έθιμά του και τη γλώσσα του.