United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη φοβάσαι καθόλου να χάσης, Τι σαν έρθη ο θέρος, σου τάζω Να σου δώκω οπίσω με πρώτο, Και κεφάλι και διάφορο αντάμα. Μον ο φίλος σε ταύτα αποκρίθη· Αποτί, δε μου λες Ζίνζιρά μου, Ν' αμελήσης παρόμια σου χρεία Ως τα τώρα, οπού κάθοσουν άδιος; Αμ δεν άδιαζα εγώ να φροντίσω Σαν κι' εσένα, αφορμής ελαλούσα, Μήτε ήλπιζα ογλήγορα τόσο Να διαβούν η καλαίς η ημέραις.

Χάσου, βρωμόκουκλα! τι εγώ δε φέβγω, δε σ' αφίνω να μας πατήσεις το καστρί, και να μας πάρεις στ' Άργος 165 τα τέρια μας· σου τάζω πριν πως θα σ' το πιω το αίμας

Είπε, και τότε ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου, πήρε στο χέρι το ραβδί και τούκανε τον όρκο «Στ' όνομα αμώνω του Διός που μας ακούει και βλέπει, κανείς μας τ' άτια που ζητάς δε θ' ανεβεί, σ' το τάζω, 330 Μον πάντα θάναι στολισμός δικός σου και καμάριΈτσι είπε κι' είπε ψέφτορκα, μα εκείνος πήρε αέρα.

Το χέρι της με σέβας εκεί της πιάνει, και της λέει διο αγαπημένα λόγια. «Τί, Θέτη ακριβοθώρητη, σε φέρνει στο πυργί μας, θεά μου σεβαστή; Τι δα συχνά δε μας θυμάσαι. 425 Μίλα τι ορίζεις· θα γενεί — σ' το τάζωότι διατάξεις, αν είναι μπορετή η δουλιά κι' αν μου περνά απ' το χέρι

Στα χέρια αφτό της τόδωκε και μίλησε έτσι κι' είπε «Να, ζώσε αφτό στη μέση σου τ' ωριόχρωμο ζουνάρι· όλα θαν τάβρεις μέσα εκεί πλεγμένα, και σ'το τάζω 220 πως ακατόρθωτα δεν πας, ότι αν σκοπέβει ο νους σουΈτσι είπε, και γλυκογελάει η γελαδόματη Ήρα, γλυκογελάει και το λουρί στη μέση ομορφοζώνει.

Οστόσο το τι γίνηκε, πλιο δεν μπορ' α ξεγένη. Κι ας προσπαθήσομε σ' αυτό πιος διορθωμός να γένη. Έλα αδερφή να κάμομε, σου τάζω για καλό μας, Μια συμφωνία, αν αγαπάς, με διάφορο κοινό μας. 110 Σε τούτο μου το φόρεμα κι' οι διο να τυλιχτούμε, Σύντροφοι πάντα αχώριγοι μαζί να περπατούμε. Τότες οι φρόνιμοι σα ιδούν πως βρίσκομαι με εσένα, Από χατίρι σου θαρρώ δε με μισάν κι' εμένα.

Εγώ ακούοντας τέτοια λόγια από τον ζευγίτην έτρεξα ευθύς να ιδώ τον υιόν μου· τον αγκαλιάζω, τον φιλώ, όμως αυτός δεν ηδύνατο να μου αποκριθή· κράζω ευθύς την θυγατέρα του ζευγίτου, την παρακαλώ και της τάζω όλα μου τα υπάρχοντα, αν ημπορή να μεταμορφώση τον υιόν μου εις την πρώτην του μορφήν.

Αν δε με βοηθήσουν οι άλλοι, Έλληνες, Σέρβοι και Μαυροβουνιώτες, θα ξανακάνω τις συνηθισμένες μου μπλόφες, που μπορεί όμως καμιά μαύρη μέρα να μου βγουν και σε κακό, τέλος πάντων. Αν όμως, καθώς φαίνονται πρόθυμοι, με βοηθήσουν, τότε θα τον κάνω τον πόλεμο, που τους τάζω τόσα χρόνια τώρα». Και είπε ο ένας στον άλλον: «Έλα να συμμαχήσουμε και να πετάξουμε την Τουρκιά από την Ευρώπη.

Μίαν ημέραν λέγει του πατρός της· ζητώ μίαν χάριν και παρακαλώ την πατρικήν σου αγάπην να μη μου την αρνηθής. Απεκρίθη ο πατήρ της· εάν το ζήτημα είναι εύλογον, σου τάζω να το τελειώσω. Λέγει η Χαλιμά· είναι τόσον ευλογώτατον και δικαιότατον, ώστε έβαλα σκοπόν διά να εμποδίσω αυτόν τον σκληρόν και θηριώδη νόμον, και τον άδικον φόνον των κορασίδων της πολιτείας.

Μα λέω, κι' ο Απερήνορας δε χάρηκε ο λεβέντης τη νιότη, όταν μ' αψήφισε και πρόβαλε αντικρύ μου, 25 κι' είπε πως είμαι τάχα εγώ το πιο αχαμνό κοντάρι των Αχαιών· όμως θαρρώ δε θα καλοκαρδίσει γυναίκα, και γονιούς ξανά γυρνώντας στο χωριό του. Όπως θα ξεκοιλιάσω εδώ κι' εσένα, ορέ, σ' το τάζω, αν μου φορτώνεσαι.