United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε Πώς τάχα, πες, ανάκατοι μες στους σωρούς των Τρώων κοιμάνται τώρα ή χωριστά; Πες μου καλά, να νιώσω429 Τότε απαντάει ο Δόλονας, ο γιος του Καλογνώμη «Μετά χαράς σου εγώ κι' αφτά θενά σ' τα πω όπως είναι. Γιαλού μεριά 'ναι οι Παίονες με τα γυρτά δοξάρια, οι Λέλεγες κι' οι Κάφκονες, οι Πελασγοί κι' οι Κάρες.

Ζουνάρι ο ένας έδωκε κοκκινολαμπρισμένο, κι' ο γιος του Γλάφκου ένα χρυσό διπλόγουβο ποτήρι, 220 π' ακόμα σπίτι βρίσκουνταν, για δω σαν ξεκινούσα. 221 Για τούτο κι' είμαι βλάμης σου εγώ μες στ' Άργος τώρα, 224 και στη Λυκιά 'σαι πάλε εσύ όταν κι' εκεί ξεπέσω. 225 Κι' απ' τα κοντάρια μας οι διο παράμερα ας τραβάμε, και μες στ' ανάστα της σφαγής.

Δέφτερος κινάει ο γιος τ' Ατρέα με το κοντάρι, κι' έκανε παράκληση στο Δία 350 «Αφέντη Δία, αχ βόηθα με τον άντρα να ξοφλήσω π' άρχισε πρώτος τ' άδικο, το θεϊκόνε Πάρη, και σκότωσ' τον τον άπιστο με το δικό μου χέρι, έτσι να μην κοτάει κανείς κι' απ' τους στερνούς αθρώπους να βλάφτει το φιλόξενο που δείχνει καλοσύνη

Τότε άλλα πάλι βάζει εφτύς βραβεία γληγοράδας, 740 κροντήρα αργυροσκάλιστη, που χώραε ως έξη μέτρα και νίκαε μες σ' ανατολή και δύση η ομορφιά της πολύ, τι χρύσοχοι λαμπροί τη δούλεψαν Σιδόνες, και νάφτες τον πλατύ γιαλό περνώντας ως στη Λήμνο χάρισμα εκεί την έδωκαν του βασιλιά του Θόα 745 σαν άραξαν μες στου νησιού το σφαλιστό λιμάνι, και ξαγορά στον Πάτροκλο την έδωκε κατόπι για το Λυκά ο αφέντης γιος του Γιάσου, ο Καλοκράσης· τότες του βλάμη του κι' αφτή βραβείο ο Αχιλέας τη βάζει για τον πιο αλαφρύ με τα γοργά ποδάρια.

Και βρήκε του Πριάμου το γιο τον κοσμοξάκουστο στον κάμπο εκεί, όχι χάμου στρωμένο πια, μον κάθουνταν, κι' ότι είχε συνεφέρει 240 και γύρω γνώριζε ξανά, κι' ο ίδρος το ζιχούνι σταμάταε, αφού τον ξύπνησε τ' Αστράφτη πάλε η γνώμη. Και πήγε στάθηκε κοντά του Δία ο γιος και τούπε «Λεβέντη του Πριάμου γιε, πώς χώρια απ' όλους στέκεις εδώ μισόνεκρος; Σαν τι κακό σε βασανίζει245

Τότε έσυρε τ' Ατρέα ο γιος την κάμα πούχε πάντα κοντά στης σπάθας το μακρύ φηκάρι κρεμασμένη, κι' έκανε αρχή απ' του γουρουνιού τις τρίχες· και το Δία περικαλώντας σήκωσε τα χέρια, κι' όλοι οι άλλοι 255 στάθηκαν ήσυχοι εκειπά και σιωπηλά αγροικούσαν.

Λείπει απ' τον πόλεμο κι' ο γιος της χρυσομάλλως Θέτης και τον πνιγόκαρδο θυμό χορταίνει στα καράβιαΈτσι ο πολύσκιαχτος θεός τους φώναξε απ' το κάστρο. Και γκάρδιωνε τους Αχαιούς η Τριτογεννημένη, 515 η μυριοδόξαστη θεά, του Δία η θυγατέρα, κι' είταν στη μέση όθε έβλεπε οκνά και πολεμούσαν. Τότες το Διώρη μάτιασε το μάβρο ριζικό του.

Τότες τ' απάντησε ο γοργός γιος του Πηλέα κι' είπε 145 «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, καλά! Τα δώρα δώσ' μου αν θες, σαν που τεριάζει, ή κράτα, τ' αφίνω αφτό στο χέρι σου. Μον έλα ομπρός! στη μάχη αμέσως τώρα! Τι άπρεπο εδώ ν' αργολογούμε, να χάνουμ' ώρα· ατέλιωτη δουλειά μεγάλη ακόμα150

Απέ σαν τέλιωσε η δουλιά και τοίμασαν τραπέζι, τρων, και δε λείπει τίποτα που να ζητά η καρδιά τους. 320 Και στο τραπέζι ο βασιλιάς τ' Ατρέα γιος τον Αία μ' ολάκερα τον φίλεβε τ' απάκια και τιμούσε.

&1830, Τρυητή πρώτη&. Απέθανεν ο εν Κυρίω μακάριος Βενέδικτος δεσπότης του Γιαννίνου. Τον ίδιον καιρό διωρίστηκε κι ο γιος του Βαλή Ρεσίτ ο Ιμήν-πασάς Βαλής στα Γιάννινα. &1831, Άι-Ταξάρχη 18&, μέρα Τετράδη. Εφώναξε το Δεσπότη ο Κεχαγιά- μπέης και τον πρόσταξε να βγάλη όξω από το σπίτι τη φαμιλιά του Δημήτρη Μωραΐτη.