United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προχωρούσε με το άσταθο βήμα λυσσάρικου σκυλιού· αλλά όλος ο κόσμος έφυγε μπροστά του και μόνον από παράθυρα τον είδαν μερικοί κιαυτοί μόλις πρόβαλαν λιγάκι τα κεφάλια των. Μπροστά σένα μαγαζί, που τώχε κλείσει ο πανικός, στεκόταν ένα μουλάρι, στρωμένο με μια πατανία. Ο καταχανάς ανέβηκε σένα πεζούλι δίπλα και πήδηξε στο μουλάρι. Πήρε το χαλινάρι κέδωκε δρόμο του μουλαριού.

Παρετήρησα ότι τα τερατουργήματα ταύτα παρουσίαζον πολύ καθαράς γραμμάς, αλλά τα χρώματά των εφαίνοντο απεσβεσμένα και ξεθωριασμένα ένεκα της υγρασίας της ατμοσφαίρας. Εξήτασα το έδαφος· ήτο στρωμένο με λίθους. Εις το μέσον το περιφερικόν φρέαρ ήνοιγε το χασματώδες στόμα του, από το οποίον ευτυχώς είχα γλυτώσει.

Είπε και την κελλάρισσα προσφώνησ' Ευρυνόμη· «Φέρ', Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβειά στρωμένο, ο ξένος να καθίση αυτού, λόγον να ειπή, ν' ακούση λόγον και κείνος απ' εμέ, και θα τον εξετάσω»·

Την ώρα που πεθαίνει η ζωή μέσα στα μεγάλα σκοτάδια, χύθηκε και πέρασε ο μάγος λεβέντης από τα μεγάλα κρύσταλλα του παραθυριού μαζή με το φως του γαλαξία και αγκάλιασε την Πεντάμορφη απάνω στα κάτασπρα σεντόνια. Και η Πεντάμορφη, μέσα στον ύπνο της, έβλεπε, βαθιά μέσα στη γη, ένα νυφικό κρεββάτι, στρωμένο με λουλούδια. Στο νησί του Λαζαράκη δεν ήταν άλλος καμπούρης απ' αυτόν.

Και βρήκε του Πριάμου το γιο τον κοσμοξάκουστο στον κάμπο εκεί, όχι χάμου στρωμένο πια, μον κάθουνταν, κι' ότι είχε συνεφέρει 240 και γύρω γνώριζε ξανά, κι' ο ίδρος το ζιχούνι σταμάταε, αφού τον ξύπνησε τ' Αστράφτη πάλε η γνώμη. Και πήγε στάθηκε κοντά του Δία ο γιος και τούπε «Λεβέντη του Πριάμου γιε, πώς χώρια απ' όλους στέκεις εδώ μισόνεκρος; Σαν τι κακό σε βασανίζει245

ΥΠΗΡΕΤΗΣΔεν είναι δυο λεπτά. Χτυπήθηκε μ' ένα πιστολάκι στο στήθος. Τρεχάτε γιατρέ. Προφθάστε! ΦΩΝΕΣΓιατρέ! Προφθάστε γιατρέ. Κάτω απ' τα δέντρα ένα τραπέζι του φαγητού στρωμένο. Νύχτα. ΜΙΣΤΡΑΣΔε θαργήσης, Τάσσο. ΦΛΕΡΗΣΠάω να ιδώ μια στιγμή την προκομένη μου. Αν τηνέ καταφέρω να κατεβή κάτω, πάει καλά. Ειδεμή θα γυρίσω αμέσως. ΜΙΣΤΡΑΣΈλα, μπράβο! Όσο για τη Δώρα μην ανησυχής.

Δε θα ’ταν βέβαια του γλυκού νερού ο τεχνίτης που τέτοια σκάλιξε δουλειά σ’ αυτήν επάνω: τον Τυφώνα που βγάζει από το στόμα φλόγες με καπνό μαύρο, της φωτιάς το στριφτό αδέρφι° και γύρου μ’ αρμαθιές είναι στρωμένο φείδια της κοιλοτούμπανής του ασπίδας το στεφάνι.

Περνούσαν οι βάρκες να πάνε στο πυροφάνι, κι ο νους μου δεν το χωρούσε πώς γίνεται ο έρημος ο ψαράς να συλλογιέται για ψάρεμα, τώρα που φεύγ' η Ελένη! Πώς δεν έπεφτε κι ο ήλιος μια και καλή μες στη θάλασσα, να πνιγή και ναφανιστή, μόνο βασίλευε σιγανά σιγανά, σα να μην έφευγε η Ελένη! Άξαφν' ακούγω βαρύ κρότο, σα να πήδηξε κάποιος από ψηλά. Γυρίζω, και βλέπω Τούρκο στρωμένο.

Τα φυλλοφόρα δένδρα ήσαν κάτω αυτού βαθιά, και εφαίνοντο σαν να ήσαν πατατιές· οι θάμνοι εδώ επάνω εγίνοντο μικρότεροι, τα τριαντάφυλλα των Άλπεων εξεφύτρωναν πλάι- πλάι 'στο χιόνι, που ήτο στρωμένο λωρίδες, λωρίδες, όπως τα πανιά εις το πλυντήριον. Μια γαλανή γεντιανή, που ευρέθη εμπρός εις τον δρόμον του, την εζούλισε με τον υποκόπανον του όπλου του.

Κι όχι πουλιά και μήτε αηδόνια τον ερχομό σου εδώ να υμνήσουν, άλλοι ήχοι θέλω να ξυπνήσουν κι άλλο ψιθύρισμα στα κλώνια. Τον κάμπο δες πως πέρα απλώνει· έτσι ήταν που άπλωνε το χιόνι, έτσι το κύμα ήταν στρωμένο, έτσι ήταν που περνούσες μόνη· ήταν το αέρι ξυπνημένο και σώπαινε βαθιά το αηδόνι, λες το τραγούδι σου και ξέρει να το λαλή μόνο το αέρι.