United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απεπειράθη δις ναναβή εις τον οίκον εκείνον, αλλά δις απεκρούσθη υπό του φυλάττοντος φρουρού, όστις τον εσκόπευσε με το τόξον του και τον ηπείλει ότι ήθελε τον φονεύση. — Σκότωσέ με, έκραξεν ο Μάχτος· τούτο θα είνε το καλλίτερον. — Φεύγ' απ' εδώ, τω έκραξεν οικτείρας αυτόν ο φρουρός. Ο Μάχτος απεφάσισε να μείνη εκεί μέχρι της πρωίας, όπως ίδη, τι έμελλε ναπογείνη.

Τη είπεν όμως με φωνήν τρέμουσαν·Δεν φέρεσαι καλά, κυρά· εγώ ήλθα να σε παρακαλέσω δι' ένα μικρόν πράγμα, καθώς ενόμιζα, και συ το έκαμες βουνόν. Ας είνε, εγώ θα παραπονεθώ και εις τον άνδρα σου ακόμη, και ελπίζω εκείνος να φερθή διακριτικώτερα. — Φεύγ' απ' εδώ, έγρυξεν η χωρική. Η Αϊμά εξήλθεν εκ της μικράς επαύλεως αιδήμων και τεταραγμένη.

Τώρ' αν το ρωτήσης τον Κώστα Θόδωρο για τα Γιάννινα: «Φεύγα, γιέ μ', θα σου πη, από δαύτα, μη μπης εκεί μέσα τι θα πεθάν'ς. Μια ψύχα μπήκα 'γω μέσα μια βολά όλ' όλ' 'ςτη ζωή μ' και πήγε να μ' πιαστή η ανάσα. Φεύγ' από δαύτα μακριά. Βνο και πάλε βνο. Στάν' και πάλε στάν'». — Κ' εγώ το 'χω ακουστά για τον Κώστα Θόδωρο, λέει ο Πολιάνος. — Να σας μολογήσω 'γω άλλο ένα. Λέει ο Μπαρμπούτας.

Έχομε και απ' αυτά; έκραξεν η χωρική· μας φοβερίζεις κι' όλας, παληογύφτισσα! Φεύγ' απ' εδώ, να μην έλθουν τώρα, και σου σχίσουν το φουστάνι... Η Αϊμά ησθάνθη το αίμα της αναβαίνον εις την κεφαλήν, και πρώτην φοράν εις την ζωήν της κατελήφθη υπό επιθυμίας όπως πνίξη άνθρωπον. Εν τούτοις συνέσχε τον θυμόν της, ενθυμηθείσα ότι ευρίσκετο εις τον οίκον της γυναικός εκείνης, και δεν θα έπραττε καλώς.

ΚΑΛΙΜΠ. Μίλια μ' εμάθετ' εσείς· σε τούτο μοναχά μ' ωφέλησε· ξέρω και καταριούμαι· λοιμική να σας θερίση, γιατί μου εμάθετε τη μιλιά σας! ΠΡΟΣΠ. Στρίγλας γέννημα, φεύγ' από δω. Φέρε μας ξύλα μέσα, και γλήγορα, για καλύτερο σου· είναι και άλλη δουλειά.

Τώρ' αν το ρωτήσης τον Κώστα Θόδωρο για τα Γιάννινα: «Φεύγα, γιε μ', θα σου πη, από δαύτα, μη μπης εκεί μέσα τι θα πεθάν'ς. Μια ψύχα μπήκα 'γω μέσα μια βολά όλ' όλ' 'ςτή ζωή μ' και πήγε να μ' πιαστή η ανάσα. Φεύγ' από δαύτα μακριά. Βνο και πάλε βνο. Στάν' και πάλε στάν'». — Κ' εγώ το 'χω ακουστά για τον Κώστα Θόδωρο, λέει ο Πολιάνος. — Να σας μολογήσω 'γώ άλλο ένα. Λέει ο Μπαρμπούτας.

Περνούσαν οι βάρκες να πάνε στο πυροφάνι, κι ο νους μου δεν το χωρούσε πώς γίνεται ο έρημος ο ψαράς να συλλογιέται για ψάρεμα, τώρα που φεύγ' η Ελένη! Πώς δεν έπεφτε κι ο ήλιος μια και καλή μες στη θάλασσα, να πνιγή και ναφανιστή, μόνο βασίλευε σιγανά σιγανά, σα να μην έφευγε η Ελένη! Άξαφν' ακούγω βαρύ κρότο, σα να πήδηξε κάποιος από ψηλά. Γυρίζω, και βλέπω Τούρκο στρωμένο.