Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Κι ως τόσο ένας τους — ο Εξαποδός πρέπει να τονε σκούντηξεβγήκε από το δρόμο του να μαζέψη για το ζω του χορτάρι. Και μαζεύοντας παίρνει το μάτι του το καλύβι! Ζυγώνει σιγανά σιγανά μην τύχη κ' είταν άντρες εκεί κοντά. Χτυπάει και ρωτάει ποιος κατοικούσε εκεί μέσα κι αν είχε άντρες. Πρόβαλε η γυναίκα από το παράθυρο κ' είπε όχι. Την προστάζει τότες να ξεμανταλώση την πόρτα.

Τον βλέπει ο μεγαλόφωνος, που στα νερά φυλάει, Και του σιμόνει σιγανά, και τον γλυκορωτάει. Ξένε μου πούθεν έρχεσαι; ποιος είσαι; και οχ τι τόπο; Μη φοβηθής να μου το ειπής· μην έχεις κάναν κόπο. 60 Γιατί αν από το στόμα σου την πάσα αλήθια μάθω, Και σε γνωρίσω για σωστόν και φίλο δίχως λάθο, Σου τάζω μες το σπίτι μου να σε φιλοξενήσω, Κι' ως πρέπει, με χαρίσματα πολλά να σε τιμήσω.

Του τα είπε αυτά σιγανά κι αποφασισμένα. — Μα αν είτανε να κάμω τέτοιο πράμα, θα πρωτοάρχιζα από τη γυναίκα μου. Άμε στο καλό, βλογημένε, δεν είνε πράματα, σου λέω. Δεν την ξέρεις τη Βασιλική, τέλειωσε. Μήτε τον Πανάγο δεν τον ξέρεις. Και γύρισε το στενοχωρημένο του πρόσωπο κατά την άλλη μεριά. — Εγώ δεν τους ξέρω; απολογιέται ο Δημήτρης τραβώντας τον αδερφό του από το μανίκι.

Αχ και νάξερα, κόρη μου, πως θα με συχωρέσης γι' αυτό το κρίμα, κι ας πέθαινα, ας πέθαινα να μην κλαίγω τη στέρησή σου. Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Λείψανο από μακριά γυρίζει την κόχη τον δρόμου. Ψαλμωδίες από μπρος, κι από πίσω σιγανά μυρολόγια. Οι γειτόνισσες στέκουνται και κοιτάζουνε λυπημένες. ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ Περμ.

Ω δροσερέ μου αέρα φυσόντας σιγανά, Πέρασε από τη Χλόη και πες της τα δεινά, Που δοκιμάζει ο Δάφνης, και τους πικρούς καϋμούς... Αχ! μη της πης, αέρα, παρά χαιρετισμούς.

Την είδα κ' εγώ τη μαμμή σήμερα και ό,τι δεν ετόλμησε να πη σε σέ, το εξεμυστηρεύθη σε μένα, του είπα σχεδόν μυστικά, ωσάν να εφοβούμην μη με ακούσουν. Εταράχθη ακόμη περισσότερον. — Τι σου είπε; ηρώτησε σιγανά, ενώ η σιαγών του έτρεμε. Ησθανόμην ότι με κατελάμβανε δειλία, είχα όμως πολύ προχωρήση και η οπισθοδρόμησις ήτο αδύνατος.

Περνούσαν οι βάρκες να πάνε στο πυροφάνι, κι ο νους μου δεν το χωρούσε πώς γίνεται ο έρημος ο ψαράς να συλλογιέται για ψάρεμα, τώρα που φεύγ' η Ελένη! Πώς δεν έπεφτε κι ο ήλιος μια και καλή μες στη θάλασσα, να πνιγή και ναφανιστή, μόνο βασίλευε σιγανά σιγανά, σα να μην έφευγε η Ελένη! Άξαφν' ακούγω βαρύ κρότο, σα να πήδηξε κάποιος από ψηλά. Γυρίζω, και βλέπω Τούρκο στρωμένο.

Μάγεψε μου την, Μάγισσα, και ζήτησε ό, τι θέλεις, Διαμάντια για τους κόπους σου, φλωριά για τες ορμήνιες Κι’ είμαι ικανός και πρόθυμος να σε καλοπληρώσω. Τότε γυρίζει η Μάγισσα και σιγανά του λέγει: — Αν ίσως αγαπάς πολύ, κι’ αν ίσως είσαι κι’ άξιος.

Στο δωμάτιο της, η Ιζόλδη η Ξανθή είναι καθισμένη και τραγουδάει σιγανά κάποιο θλιβερό ερωτικό τραγούδι. Λέει πώς έπιασαν ξαφνικά και σκότωσαν τον Γκουρόν για την αγάπη της γυναίκας που αγαπούσε πειο πολύ από κάθε τι στον κόσμο· και πώς με δόλο ο κόμης έδωσε την καρδιά του Γκουρόν στη γυναίκα του να τη φάη, και τη λύπη αυτηνής. Γλυκά τραγουδάει η Βασίλισσα, κανονίζοντας τη φωνή της με την άρπα.

Ο καθένας έλεγε τ' αλλουνού σιγανά για το ίσκιωμα, πως το κατάλαβε πως είταν, για το μουλάρι του, που είταν καβάλλα, και για το λάλημα του κυπριού. Οι γυναίκες π' αγαπούνε φυσικά πολύ την κουβέντα λησμόνησαν ότι βρίσκονταν στην εκκλησιά, κι' ούτε άκουγαν τον παπά, που τους έλεγε κάθε λίγο με θυμό: — «Σωπάστε, καταραμένες»!

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν