Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Και πολλούς χωριανούς εκατώρθωσε, με το γνωμικό αυτό και με ορμήνιες άλλες να βάλη στον ίσιο δρόμο· ποιον από το κρασί και ποιον από άλλα χειρότερα· και τον αγαπούσαν πολύ τον καλόγερο όσο επεριφρονούσαν τον Συνέσιο, οπού από τα λίγα που έβλεπαν εμαντεύανε πολύ περισσότερα.

Της μάννας σου, πούναι άπιαστη, πούναι στουρνάρι η γνώμη, της Ήρας, που κι' ο λόγος μου με κόπο τη δαμάζει, απ' τις ορμήνιες της θαρρώ αφτά πως τα παθαίνεις. Μα ας είναι τώρα, πιο πολύ να μου πονάς δε θέλω· 895 παιδί μου σ' έχω, η μάννα σου σε γέννησε μαζί μου. Μα αν είσουν άλλου γιος θεού σαν πούσαι διαστρεμένος, θάσουν καιρό στα τάρταρα πιο κάτου απ' τους Τιτάνους

Αφτή μακριά απ' τις κονταριές το γιο της κουβαλούσε, και τις ορμήνιες δεν ξεχνάει ο γιος του Καπανέα, αφτές που του παράγγειλε ο φοβερός Διομήδης, 320 Μον τα μονόνυχά του ζα τα σταματάει αλάργα, όξω απ' τη μάχη, δένοντας τα γκέμια απ' το στεφάνι, κι' ορμάει και το καλότριχο ζεβγάρι του Αινεία πέρα τραβάει απ' των οχτρών στων Αχαιών το μέρος.

Μάγεψε μου την, Μάγισσα, και ζήτησε ό, τι θέλεις, Διαμάντια για τους κόπους σου, φλωριά για τες ορμήνιες Κι’ είμαι ικανός και πρόθυμος να σε καλοπληρώσω. Τότε γυρίζει η Μάγισσα και σιγανά του λέγει: — Αν ίσως αγαπάς πολύ, κι’ αν ίσως είσαι κι’ άξιος.

Απ' εκεί σωροί, σωροί από γυναίκες, και κορίτσια, τους έσφιγγαν στην αγκαλιά τους, τους έβρεχαν με τα δάκρια τους, τους χαμογελούσαν τους έδιναν παραγγελιές κι ορμήνιες φιλιά και πάλι φιλιά.

Τι δα οι ορμήνιες σου και πριν με πρόκοψαν, θυμάσαι, τη μέρα που ο λιοντόψυχος γιος του μεγάλου Δία 250 πίσω απ' την Τροία αρμένιζε, σαν κούρσεψε το κάστρο.

Παρακαλούσε λοιπόν τη Χλόη να του χαρίση ό,τι ήθελε και γυμνή να πλαγιάσει μ' αυτόνε γυμνό περισσότερη ώρα από όση συνήθιζανε προτήτερα· επειδή αυτό έλειπε από του Φιλητά τις ορμήνιες για να γίνη και το μόνο γιατρικό που καταλαγιάζει την αγάπη.

Μα τέλος πια σαν έφτασε στο βασιλιά ο Διομήδης, στερνόνε νέκρωσε κι' αυτόν ενώ βαριά με κόπο 495 ρούχνιζε· τι κακός σβραχνάς τού πλάκωσε στον ύπνο απ' τις ορμήνιες της θεάς τη νύχτα αφτή, ο Διομήδης. Έσφαζε ο ένας, κι' έλυνε τα ζώα τότε ο άλλος, κι' όξω απ' το πλήθος τάβγαλε, σ' ένα λουρί δεμένα, βαρώντας τα με δοξαριές· τι ξέχασε στο χέρι 500 να πάρη τ' ώριο καμοτσί απ' τ' όμορφο τ' αμάξι.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν