United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' έφτιασε μέσα διο όμορφες αθρώπων πολιτείες. 490 Στη μια 'χαν ξαφαντώματα και γάμους, και τις νύφες πηγαίνανε απ' της μάννας τους με φώτα με λαμπάδες μέσα απ' τους δρόμους, κι' έσκουζαν να ζήσουν να γεράσουν. Κι' ορχιούνταν χορεφτάδες διο, και κόσμο λες χαλνούσαν καταμεσύς τους τ' άργαναζουρνάδες και λαγούτα495 κι' έκαναν χάζι στέκοντας στα ξώθυρα οι γυναίκες.

Και αφού κείνοι την όρεξι του γλυκού σίτου εσβύσαν, τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· 490 «Ας προβή κάποιος να ιδή μην έφθασε το πλήθος». Τον άκουσε κ' εβγήκ' ευθύς το τέκνο του Δολίου, εις το κατώφλι στάθηκε κ' είδε σιμά το πλήθος, και του Οδυσσέα φώναζε με λόγια πτερωμένα· «Έφθασαν, ήδ' είναι σιμά· καιρός ν' αρματωθούμε». 495

Κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη• έζεψαν και ως ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι, τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν αφήκαν• κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαντην σιτοφόρα ως έφθασαν πεδιάδα, έκοβαν δρόμο 495 με τόση τα γοργ' άλογα ορμήν αυτούς επαίρναν. και ο ήλιος εβασίλευσε, και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι. Ραψωδία Δ

Μα τέλος πια σαν πέρασαν ως μέρες διο και δέκα, να κι' οι παντοτινοί θεοί στον Έλυμπο γυρνούσαν όλοι μαζί, κι' ομπρός ομπρός ο Δίας περπατούσε. 495 Κι' η Θέτη τις παραγγελιές δεν ξέχασε του γιου της, Μον βγαίνει μέσα απ' του γιαλού το κύμα, κι' ανεβαίνει πρωΐ πρωΐ στον Έλυμπο και στα μεγάλα ουράνια.

Είχα πενήντα γιους εγώ σα φτάσανε οι Αργίτες, 495 που δεκαννιά τους από μια γεννήθηκαν μητέρα, και τους λοιπούς μου γέννησαν μέσα στον πύργο οι σκλάβες. Μα ο άγριος Άρης θέρισε τους πιο πολλούς· κι' απ' όλους τον πιο καλό μου, που λαό διαφέντεβε και κάστρο, τον Έχτορα, στερνά κι' αφτόν, ενώ για την πατρίδα 500 πολέμαε, εσύ τον σκότωσες.

Πώς ζέβεις βόδια ασερνικά μεγάλα κουτελάτα 495 και τρίβεις σταροκρίθαρο σε μαρμαρένια αλώνια, κι' εφτύς λιανό όλο γίνεται απ' των βοδιών τα πόδια· έτσι και τ' άπιαστα άλογα του ξακουστού Αχιλέα νεκρούς πατούσαν κι' άρματα, κι' όλο τ' αξόνι κάτου κι' οι αμαξόγυροι είτανε πασπαλισμένοι μ' αίμας 500 απ' τις σταλιές που των τροχών πετούσαν τα στεφάνια και τ' αλογόνυχα.

Εδώ το πείσμα κι' ο θυμός, κι' η λύσσα ανακατεύει Τα φοβερά στρατέματα, κι' ο φόνος κυριεύει. Πλιο δεν ψηφάν το θάνατο· διψάν το αίμα ακράτο· 495 Και του οχτρού το χαλασμό επιθυμάν μονάτο. Αυτού χτυπάει ο Πινακάς το φόβιο Πηλοπάτη, Και τον σουβλάει η κονταριά κατάμεσα στο μάτι.