Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Ραψωδία Φ Τότε 'ς τον νου της έβαλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων, αγώνα και του φόνου αρχήν, 'ς το σπίτι του Οδυσσέα. και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της ανέβη, 5 'ς τ' απαλό χέρι το κλειδί πήρε γυρτόν, ωραίο, χάλκινο, μ' ελεφάντινο χερούλι εφοδιασμένο.
Ραψωδία Ψ Χαρά γεμάτη ανέβηκε 'ς τ' ανώγια τότε η γραία, να είπη της βασίλισσας ότ' ήλθε ο ποθητός της· και αν κ' εις τα γόνατ' είχε ορμή, τα πόδια της τρεκλίζαν.
Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας κοιμώνταν εις την αίθουσα, 'ς το τορνευτό κρεββάτι• 345 'ς του παλατιού τ' απόκρυφα και ο Αλκίνοος αναπαύθη, και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπιζε την κλίνη. Ραψωδία Θ
Ραψωδία Γ Και ανέβη ο Ήλιος, 'π' άφησε την ωραιοτάτη λίμνη, εις τον πολύχαλκο ουρανό, προς τους θεούς να λάμψη, και τους ανθρώπους τους θνητούς 'ς την γη την σιτοδώρα.
Ραψωδία I Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τω όντι τούτο είν' εύμορφο, τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει. ότι δεν βλέπω 'ς την ζωή τερπνότερ' άλλο τέλος, 5 παρ' όταν όλος ο λαός 'ς την ευφροσύνη πλέει, και τον αοιδόν 'ς τα δώματα ακούν οι καλεσμένοι αραδικώς καθήμενοι, με τράπεζαις γεμάταις τον άρτον και τα κρέατα, και απ' τον κρατήρα παίρνει ο κεραστής κρασί γλυκό και 'ς τα ποτήρια χύνει• 10 απ' όλα τ' ωραιότερον ότ' είναι αυτό λογιάζω. αλλά τα πολυστένακτα κακά μου να ερευνήσης σου 'πε η ψυχή σου, όπως εγώ βαρύτερα στενάζω. τώρα τι πρώτο, τ' ύστερον εγώ να σου ιστορίσω; ότ' οι επουράνιοι θεοί κακά πολλά μου δώσαν. 15 και πρώτα θα ειπώ τ' όνομα, όπως και σεις ακόμη το μάθετε, και όπως εγώ, τον χάρο αν ξεφύγω, φίλος σας μένω ξενικός, και πέρ' αν κατοικάω. εγώ 'μαι ο δολομήχανος Λαερτιάδης Οδυσσέας, και από την γη 'ς τους ουρανούς η δόξα μου έχει φθάσει. 20 και κατοικώ την ηλιακήν Ιθάκη, 'π' όρος έχει μεγάλο κινησίφυλλο, το Νήριτο, και γύρω νησιά πολλά, και σύνεγγυς το 'να με τ' άλλο, υπάρχουν, Δουλίχιο, Σάμη, Ζάκυνθος η πολυδενδρωμένη• κείνη 'ς το πέλαο χαμηλή βαθειά την δύσι βλέπει, 25 και όλαις η άλλαις χωριστά προς της αυγής τα μέρη• πετρώδης, αλλ' ανδρών καλή βυζάστρα• κ' εγώ άλλο πράγμα δεν δύναμαι να ιδώ γλυκότερο απ' την γην μου. και ιδές, μ' εκράτ' η Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, και άνδρας της επόθει να της ήμαι• 30 όμοια και η Κίρκη εκράτει με, η δολερή Αιαία, 'ς τα μέγαρά της, και άνδρας της επόθει να της ήμαι• αλλά ποτέ δεν έπεισαν 'ς τα στήθη την ψυχή μου. αχ! τίποτε γλυκότερο δεν έχει απ' την πατρίδα και απ' τους γονείς ο άνθρωπος, και σπίτι ευτυχισμένο 35 εις ξένην γην αν κατοικεί μακράν απ' τους γονείς του. τώρ' άκουσε το θλιβερό ταξείδι, 'που εις εμένα, ως απ' την Τροίαν έγερνα, διώρισεν ο Δίας.
Και άμ' ανεβήκαν έσχιζαν το πέλαγο οι μνηστήρες, του Τηλεμάχου αφεύγατον τον φόνο μελετώντας• και πετρωτόν είναι νησί, 'ς την μέση της θαλάσσης, της Ιθάκης ανάμεσα και της τραχείας Σάμου, 845 όχι μεγάλο, η Αστερίς, μ' ακίνδυνα λιμάνια, δυο δίστομα, κ' οι Αχαιοί εκεί τον καρτερούσαν. Ραψωδία Ε
Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνη 'ς την θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. 440 Ραψωδία Ξ Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε, απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.
Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος τα μάτια 'ς τον πατέρα χαμογελώντας έστρεψε, κρυφ' απ' τον χοιροτρόφο. Και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' έτοιμος ήτ' ο δείπνος, δειπνούσαν, και όλοι ευφράνθηκαν 'ς το ισόμοιρο τραπέζι• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 480 την κλίνην ενθυμήθηκαν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. Ραψωδία Ρ
Ραψωδία Ο Κ' η Αθήνη 'ς την πλατύχωρη την Λακεδαίμον' ήλθε, να συμβουλεύση τον λαμπρόν υιόν του μεγαθύμου του Οδυσσέα γλήγορα να υπάγη 'ς την πατρίδα. κ' ηύρηκε τον Τηλέμαχο και ομού τον Νεστορίδη, 'που επλάγιαζαν 'ς τον πρόδομο του ενδόξου Μενελάου• 5 του Νέστορα ο λαμπρός υιός τότ' εγλυκοκοιμώνταν, αλλ' όχι και ο Τηλέμαχος• άγρυπνον τον κρατούσε, την θεία νύκτα ολόκληρην, η έννοια του πατρός του. σιμά του εστάθη κ' είπε του η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
Αυτά 'πε κ' εβλεφάρισε· και ακονισμένο ξίφος ο ποθητός εζώσθ' υιός του θείου Οδυσσέα, κοντάρι εφούκτωσε κ' ευθύς 'ς το πλάγι εκείνου εστήθη, σιμά 'ς τον θρόνο, κ' έλαμπε με τ' άρματα ζωσμένος Ραψωδία Χ
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν