Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Αυτή η βασιλοπούλα μου έδωσε να καταλάβω πως με μεγάλην ανυπομονησίαν με εκαρτερούσεν· ω μεγάλε προφήτα, αυτή μου είπεν, άρχιζα να φοβούμαι μήπως είχες λησμονήσει την νύμφην σου διά την άργητά σου. Αχ, ακριβή βασιλοπούλα μου, της απεκρίθηκα, ημπορούσες εσύ να στοχασθής ένα τέτοιον πράγμα; και εις καιρόν που σου έδωσα τον λόγον μου δεν έπρεπε να αμφιβάλλεις πως θα σε αγαπήσω εις τον αιώνα.

Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, 160 αετός, που 'χετα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη, ήμερη μέσ' απ' την αυλή• και με φωναίς κατόπι γυναίκες και άνδρες έτρεχαν• κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας. είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί• και όλοι χαρά το πήραν• 165 τότ' είπεν ο Πεισίστρατος• «Μεγάλε βασιλέα, Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι τούτ' έδειξ' ο θεόςεμάς ή προς τον εαυτόν σου».

Στοχασθήτε ποίας λογής εστάθη η αντράλωσίς μου οπόταν είδα, ότι εκείνη ήτον η ποθητή μου Γαντζάδα· μεγάλε Προφήτα, τότε είπα ανάμεσόν μου πρέπει να πιστεύσω μίαν τοιαύτην θεωρίαν; ημπορώ τάχατες να αμφιβάλλω; είνε αληθώς αυτή η Γαντζάδα που με τόσην ευχαρίστησιν τρέχει να αποθάνη; αχ και είνε αδύνατον να το πιστεύσω.

Πραγματικώς, καλέ Σωκράτη, καθώς είπες, και εφρόντισα έως τόρα δι' αυτά και ίσως να σε κάμω μαθητήν μου. Όμως φοβούμαι μήπως συμβαίνει όλως το αντίθετον από αυτό, διότι κάπως έρχεται εις τον νουν μου να σου ειπώ εκείνο το οποίον λέγει ο Αχιλλεύς προς τον Αίαντα εις τα I της Ίλιάδος. Λέγει δε: «Αίαντα Τελαμώνιε μεγάλε στρατηλάτη, »εγλύκαναν το στήθος μου τα λόγια σου, σπολλάτη».

Τότ' είπε τον Αλκίνοον ο θείος Οδυσσέας• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, καυχήθηκες 'που εις τον χορό τεχνίταις είναι πρώτοι και ιδού μου φανερώθηκαν• θαυμάζ' όσο τους βλέπω».

Και νίφτηκε, κι' απ' τη γιριά σαν πήρε το ποτήρι, 305 έτσι είπε και δεήθηκε τηρώντας τα ουράνια «Δία ω πατέρα, π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα, μεγάλε μυριοδόξαστε! Η χάρη σου ας μου δώκει να με δεχτεί με συμπονιά κι' αγάπη ο Αχιλέας.

Τότε αυτοί εφώναξαν βλέποντάς με· ιδού, ω αυθέντη, εκείνος ο άνομος κλέπτης, ο οποίος λαμβάνει την τόλμην να παρουσιασθή εις την αυλήν σου· Μεγάλε κριτά, σε παρακαλούμεν να μας διαφεντεύσης. Εγώ τότε επλησίασα εις τον Κατή διά να ειπώ τα δίκαιά μου, μα μην έχοντας δώρα διά να του προσφέρω, δεν ηθέλησεν ούτε να με ακούση· αλλά επρόσταξε, και με εφυλάκωσαν.

Τι την τραβάς, πατέρα; έκραξεν ο Μάχτος. Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο αλλόφρων και δεν απήντα εις ουδέν ερώτημα. Το πράγμα τω εφαίνετο ανωφελές. Συγχρόνως μεταξύ της Γύφτισσας και του Βούγκου συνήφθη ταπεινή τη φωνή μικρός διάλογος. Οι δύο ούτοι μόλις είχον αποσείσει τέλος τον ύπνον, και ήρχισαν να εννοώσιν ότι συνέβαινέ τι. — Κοιμάσαι, μεγάλε; — Κοιμάσαι, μάννα; — Εγώ δεν κοιμούμαι. — Ουδ' εγώ.

&Ακολούθησις και τέλος της ιστορίας του βασιλέως Ορμώζ, επονομαζομένου Χωρίς Θλίψιν.& Εδώ ο Αβικένας ετελείωσε την ιστορίαν του, και εγώ εκστατικός διά τα όσα μου εδιηγήθη, ω μεγάλε φιλόσοφε, εφώναξα· ποία καλή μου τύχη σε απέστειλε διά να σε γνωρίσω· και απ' ότι μου εδιηγήθης πιστεύω ότι εις εσέ είνε όλα δυνατά.

Επήγαμεν με τον Ομάρ εις τον τάφον του προφήτου εις τον οποίον ηύραμεν τον Αλή, που επροσκυνούσεν επάνω εις εκείνον τον τάφον. Ω μεγάλε γαμβρέ του προφήτου του είπεν ο Ομάρ· εγώ σου φέρνω έναν άνθρωπον, ο οποίος μου διηγάται πράγματα τόσον ολιγόπιστα, που δεν ημπορώ να καταπεισθώ να τα πιστεύσω.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν