United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Λυκαίνιο λοιπόν αφού τόσα τον ορμήνεψε, σ' άλλο μέρος της λαγκάδας έφυγε, σαν να εζητούσε ακόμη τη χήνα. Κι ο Δάφνης έχοντας στο νου του όσα του είπεν άφισε την πρώτη του ορμή· κ' εδίσταζε να ζητήση από τη Χλόη περισσότερο από φίλημα κι αγκάλιασμα, επειδή δεν ήθελε μήτε να φωνάξη σαν από εχθρό, μήτε να δακρύση σαν να επονούσε, μήτε να ματώση σαν σκοτωμένη.

Επειδή όντας αρχάριος φοβότανε το αίμα κ' εθαρρούσε πως αίμα βγαίνει μονάχ' από πληγή. Κι αφού αποφάσισε να διασκεδάζη μαζί της όπως πάντα, εβγήκε από τη λαγκάδα κι άμα επήγεν εκεί όπου καθότανε η Χλόη πλέκοντας στεφανάκι από μενεξέδες, και ψέμα είπε, πως από τα νύχια του αετού άρπαξε τη χήνα, κι αφού την αγκάλιασε την εφίλησε, καθώς τη Λυκαίνιο στην απόλαψη@ τους.

ΚΑΛΙΜΠ. Εγώ ορκίζομ' απάνου σ' αυτό το φλασκί, πως είμαι αληθινός δούλος σου· γιατί τούτο το πιοτό δεν είναι της γης. ΣΤΕΦΑΝ. Να! ορκίσου λοιπόν, πώς εσώθηκες. ΤΡΙΝΚ. Εκολύμπησα, αδελφέ, σαν νησσάρι· σου ορκίζομαι, εγώ πλέω σαν νησσάρι. ΣΤΕΦΑΝ. Να· φίλησε το βιβλίο· αγκαλά ξέρης και πλες σαν νησσάρι, είσαι καμωμένος σαν χήνα. ΤΡΙΝΚ. Ω Στέφανε! έχεις και άλλο;

Τι με ακουείς και γελάς; 'Ξεύρω εγώ τι λέγω. Τι χάσκεις, χήνα; 'Σύχασε, μη τύχη και σε στείλω να χαχλανίζης άσχημα εκεί απ' οπού ήλθες! ΚΟΡΝ. Είσαι τρελλός, παληόγερε. ΓΛΟΣΤ. Τι τρέχει μεταξύ σας; Ειπέ μου, τι μαλλώνετε; ΚΕΝΤ Τα άκρα εναντία 'ταιριάζουν περισσότερο, παρά εγώ και τούτος ο κατεργάρης. ΚΟΡΝ. Διατί τον λέγεις κατεργάρην; Τι σ' έπταισε; ΚΕΝΤ Τα μούτρα του διόλου δεν μ' αρέσουν.

Αυτή η κεφαλή η άδεια πενήντα λεπτά, αυτή η κεφαλή γεμάτη αέρα μια δραχμή . . . . Μια πεντάρα η πάπια, μια πεντάρα η χήνα, μια πεντάρα ο πετεινός. Όλα τα πουλερικά μια πεντάρα. Κι' όλα τα άλλα ζώα και τα ανθρωπάκια μια δεκάρα. — Τώρα τώκαμες ρόιδο! Στάσου να τα γράψω. — Τι κουτός που είσαι; Κυττάζουν τέτοια μέρα τιμολόγια; Όσα θέλεις λέγε, και όσα θέλεις παίρνε.

Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, 160 αετός, που 'χετα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη, ήμερη μέσ' απ' την αυλή• και με φωναίς κατόπι γυναίκες και άνδρες έτρεχαν• κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας. είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί• και όλοι χαρά το πήραν• 165 τότ' είπεν ο Πεισίστρατος• «Μεγάλε βασιλέα, Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι τούτ' έδειξ' ο θεόςεμάς ή προς τον εαυτόν σου».

Αφού δε επί ικανήν ώραν έξυσε την κεφαλήν, «Βαπτίσατε», είπε, «την χήνα ταύτην εις ιχθύν και φάγετε αυτήν αφόβως. Ούτω έπραξεν ο καλός πατήρ μου ότε συλληφθείς υπό των ειδωλολατρών ηναγκάσθη επί απειλή θανάτου να φάγη ολόκληρον αρνίον την παραμονήν του Πάσχα. Άλλως δε τα τε οψάρια και τα πτηνά επλάσθησαν κατά την αυτήν ημέραν ώστε η σαρξ αυτών συγγενεύει».

Κοντά εις την ιδικήν σου η Διδώ ήτο μία χήνα, η Κλεοπάτρα μία γύφτισσα, η Ελένη και η Ηρώ πατσαβούραι, η Θίσβη μία ανάλατη γαλα- νομμάτα. Signor Ρωμαίε, bonjour. Ιδού γαλλικός χαιρετισμός διά τα γαλλικά σου βρακιά. — Καλά μας την έπαιξες χθες. ΡΩΜΑΙΟΣ Καλή σας ημέρα και τους δύο. — Τι σας έπαιξα; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Μας εξέφυγες, Κύριε· μας εξέφυγες.