United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσοι γεννιούνται δε θα πεθάνουν όλοι μια μέρα; Ας παρακαλούμε μόνον να πέρνη ο Θεός τους πεθαμένους και να φυλάη τους ζωντανούς!... Αλλά κείνη δεν ήθελε ν' ακούση. Τρεις μέρες περίμενε, θέλοντας να πάη με τον αγαπητό της κύριο. Την τετάρτη, γέννησε ένα παιδί, ένα γυιό. Τον αγκάλιασε. «Παιδί μου, του είπε, πολύν καιρό είχα επιθυμία να σε ιδώ.

Μη μου ζητής πώς θα έχω να κάμω να το βάλλω εις πράξιν, διότι ούτε εγώ ο ίδιος δεν το ηξεύρω, αλλά θέλω συμβουλευθή με τες περιστάσεις, και κατά πως μου φανή αρμόδιον θέλω κάμει. Το Βασιλόπουλο καταπεισμένον εις τα λόγια μου και εις την πίστιν που είχα διά να κατορθώσω αυτό, με αγκάλιασε και, έπειτα περάσαμε το επίλοιπον της ημέρας εις ηδονές και ξεφαντώσεις.

Και συνάμα τις έδινε, κι αφού τους αγκάλιασε, τους γλυκοφιλούσε. Εκείνοι σαν είδαν ανέλπιστα τόσα λεφτά, αμέσως έδιναν το λόγο τους, ότι θα του δώσουν τη Χλόη για γυναίκα κ' υπόσχονταν πως θα πείσουν και το Λάμωνα.

Δεν πέρασε πολλή ώρα από τη στιγμή, που βάρεσε ο δεύτερος ο σήμαντρος κι' η εκκλησιά αγκάλιασε με τους τέσσερους τοίχους της όλον τον κόσμο του χωριού.

Σαν εμπήκε, μαυροντυμένη νυφούλα, στην αυλή του μοναστηριού, προχώρησε αλαφροπατώντας στο παχύ χορτάρι και στάθηκε μπροστά στο μνήμα του καλού της. Τα δάκρυά της τρέχανε σιγαλά μέσα στο φως κάτω απ' τη μαύρη μαντήλα, όπως τρέχανε κάτω απ' το λευκό πέπλο, την ώρα του γάμου. Κάθισε στη ρίζα του κυπαρισσιού κι' αγκάλιασε την πέτρα του τάφου.

Τέλος ο άρχοντας τον αγκάλιασε και του είπε: — Είσαι ο σοφώτερος άνθρωπος απ' όσους έχω ιδεί στον κόσμο. Τον κατέβασε ύστερα στο κατώγι, του έδειξε τα κόκκαλα όλων εκείνων που είχε σκοτώσει από την περιέργεια, που είχαν ν' ανακατεύωνται στες δουλειές των αλλωνών, του έδωκε τα χίλια φλωριά, άρματα για προφύλαξή του κι' ένα μουλάρι και τον ξεπροβόδισε.

Ο Καρούκ ευχαριστημένος διά την υπόσχεσίν μου, με αγκάλιασε, και ύστερον τον άφησα και επήγα εις τον βασιλέα, του οποίου του εδιηγήθηκα ένα προς ένα τα όσα ο υιός του μου είπεν, ομοίως και το αίτιον της αρρώστιας του, πως επιθυμά ή να απολαύση το υποκείμενον που ενυπνιάσθη, ειδεμή θέλει αποθάνει από την θλίψιν του.

Εγώ συνομιλώντας με τον καραβοκύρην, και διηγούμενος εις αυτόν το δεύτερόν μου ταξείδιον, όταν έφθασα εις εκείνο το μέρος της διηγήσεως, που εγώ αποκοιμήθηκα εις το νησί και το καράβιον εμίσευσε, και όταν εξύπνησα, ευρέθην μοναχός, και βλέπω και ευθύς ο καραβοκύρης με αγκάλιασε καταφιλώντάς με, και λέγοντάς μου· αδελφέ Σεβάχ είμαι ο καραβοκύρης, που τότε εξ απροσεξίας σε ελησμονήσαμεν εις το νησί.

Αυτή η βασίλισσα αγκάλιασε τον Ταμίμ και του εδιηγήθη τα συμβεβηκότα της έμπροσθεν εις όλους τους μεγιστάνους της και τους περιεστώτας, οι οποίοι έμειναν όλοι εκστατικοί. Ώρισαν έπειτα να δώσουν του Αράπη, δέκα χιλιάδες φλωρία με ένα πλούσιον φόρεμα χρυσόν διά την γυναίκα του, ανταμείβοντας την περιποίησιν, που εις αυτήν έκαμαν.

Αναμεταξύ εις ταύτα τα λόγια, με έπιασεν από το χέρι και εις μίαν στιγμήν καιρού ευρέθημεν επάνω εις το δώμα του σπιτιού· και τότε με αγκάλιασε, με εφίλησε και ευχαριστώντας με διά την αγάπην οπού προς αυτήν έλαβα μου εφανέρωσε τον τόπον, οπού εις το εξής ημπορώ να έχω είδησιν περί αυτής, και ούτως ευθύς έγιναν άφαντος.