United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε κ' εκάθισε εις θρονί, σιμάτον βασιλέα• ήδη εμοιράζαν το φαγί και το κρασί συγκέρναν. 470 και ο κήρυκας τον έμπιστον αοιδόν τους ωδηγούσε Δημόδοκον λαοτίμητον, και εις τον υψηλόν στύλο προσκολλητά τον κάθισε, 'ς την μέση των συνδείπνων.

Carissimo amico, εδώ βρίσκεσαι, πάει να πη, ακόμα; Οι σύντροφοι σου σε περιμένουνε κάτω στο πόκερ. ΦΛΕΡΗΣΑγαπητέ μου, γιατρέ. Τι ευτυχία! Ίσα-ίσα που σε συλλογιζόμουν αυτή τη στιγμή. Τηλεπάθεια σωστή. Έλα κάθισε, γιατρέ μου. ΜΙΣΤΡΑΣΆφισε, να σε χαρώ, τις γαλιφιές. Άφισέ τις! Το είδα πάλι αυτό το πράσινο δηλητήριο κοντά σου. Σου το λέω για τελευταία φορά. Θα τα χαλάσωμε οριστικώς.

Θα έπραττον ούτως αν είμεθα ενώπιον του στρατού και έτοιμοι προς μάχην. ΚΑΙΣΑΡ. Καλώς ήλθες εις Ρώμην. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σε ευχαριστώ. ΚΑΙΣΑΡ. Κάθισε. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κάθισε, κύριε. ΚΑΙΣΑΡ. Ε, λοιπόν. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μανθάνω ότι δίδεις κακήν σημασίαν εις πράγματα τα οποία δεν έχουν τοιαύτην ή δεν σε αποβλέπουν και τοιαύτην αν είχον.

Και ταγρίμια του βουνού μεριάζανε ακόμα στο διάβα του και στις ερημικές τις στάνες ταγριόσκυλλα τονέ ζυγώνανε σκυφτά και ταπεινά, κουνώντας την ουρά τους. Ένα πρωί ο γέρος ο βασιλιάς έκραξε το παιδί του και το φίλησε στο κούτελο. Το κάθισε σιμά του σε χρυσό θρονί και του είπε: — Άκουσε, παιδί μου, αυτά που θα σου πω, και νάχης την ευχή μου. Σήμερα είναι μεγάλη μέρα.

Αυτά ξερά-ξερά, και ούτε ένα κάθισε, ούτε ένα τσιγάρο, ούτε τι κάμνει η γυναίκα σου, ούτε ένα λόγο για την υποτροφία του γυιού μου ή της κόρης μου το λοχία. Ήθελα να μείνω λιγάκι με την ελπίδα πως θα τα θυμηθή, είχεν όμως πολλήν εργασίαν. Τον αποχαιρέτησα με βαρεία καρδιά και ξαναπήγα με οκτώ μέρες.

Ήπιε όμως πάλι, υποχωρητικός, κλείνοντας τα μάτια, ενώ ο Έφις κάθισε οκλαδόν κρατώντας ένα από τα πέλματα του στα χέρια. «Δεν είστε ευχαριστημένος που ήρθατε, ντον Τζατσιντί;» «Μην με λες έτσι», είπε τότε ο νέος. «Εγώ δεν είμαι ευγενής, δεν είμαι τίποτε! Να μου μιλάς στον ενικό, όπως κάνω εγώ. Εάν είμαι ευχαριστημένος; Όχι.

Λένε πως έχει ορυχείο ασημιού. Πόσο διασκέδασε!» «Κερνούσε όλους, ακόμη κι εκείνους που δεν γνώριζε.» «Γιατί το κάνει;» «Καλή είσαι κι εσύ! Όποιος έχει, ξοδεύει.» Ο Έφις ένοιωθε ικανοποίηση, αλλά και ανησυχία. Κάθισε πλάι στον Τζατσίντο και του μετέφερε τα όσα λέγανε οι γυναίκες. «Ορυχείο ασημιού; Ναι, αποδίδει, όχι όμως όσο μια πετρελαιοπηγή.

Έκλεισε την πόρτα σιγά και γύρισε στο δωμάτιό του· έπεσε, παρά κάθισε στο γραφείο του, έβαλε το κεφάλι στα χέρια και μπήκε σε συλλόηση. Τις άλλες μέρες που ήταν αφωσιωμένος με τη συντροφιά των σοφών και τις ανασκαφές δε λογάριασε καθόλου την απουσία της μάννας του. Γυναικεία πείσματα, είπε, θα περάσουν. Τώρα όμως που δεν είχε σε ποιόν να μεταδώση τη χαρά του ανησύχησε. Ήταν αλήθεια το λοιπόν!

Έβαλε να ζεσταθή στο καμινέτο λίγο γάλα, πούπαιρναν κάθε πρωί απ’ την κατσίκα μιας γειτόνισσας. . έπειτα κάθισε κοντά στο κρεββάτι και της τόδωσε της Βεργινίας να το πιεί, ανασηκώνοντας της το κεφάλι. Η Βεργινία ήθελε να του πη, μα δεν μπόραγε να βγάλη μιλιά-μόλις που κατάπινε.

Τόνομά σου έχει, στα χείλια της. Με τόνομά σου πεθαίνει. Δεν το θέλει ο Θεός να μην έρθης. Ψυχικό είναι, κύριε Τάσσο. Έλα, πρόφτασε! ΦΛΕΡΗΣΤι; Ποιος; Η Λέλα ίσως; Πεθαίνει η Λέλα; Γιατρέ, πες μου την αλήθεια! ΜΙΣΤΡΑΣ — Η Λέλα! Μην κάνεις έτσι, Τάσσο μου. Δεν είναι και τόση απελπισία. Χτυπήθηκε ταπόγεμα μέσα στο πάρκο. Ησύχασε. Θα γίνη καλά. Κάθισε, θα πάθης τίποτε. Η Λέλα θα γίνη καλά, σου λέω.