United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν κάθεσαι, θεια Χαδούλα;,. . Μη φοβάσαι . . . Ό,τι είναι, θα περάση . . . Κάθισε να σου κάμω καφεδάκι να πιης. Η Γιαννού μετά δισταγμού ερρίφθη επί τινος χαμηλού σκαμνιού, εις τα πρόθυρα του μαγειρείου, όπου εγίνετο ο διάλογος. Η οικία εφαίνετο ευπορούσης οικογενείας, και είχε πολλά χωρίσματα, κ' επίπλωσιν ευπρεπή.

Θάρθουν ως τόσο ταδέρφια σου ως τη χώρα μαζί σας. Το ξέρω πως θα βρη μιαν ώρα να σε καθοδηγέψη ο Κωσταντής. Μα είνε κάτι πράματα, κόρη μου, που ο γνωστικώτερος αδερφός του κόσμου να τα πη δε φτάνει ο νους του, κι ως τόσο η μάννα τα συλλογιέται και τα βλέπει σαν ταστέρια που φέγγουνε στα μεσούρανα, γιατί τέλος δεν έχει η αγάπη της. Κάθισε, κόρη μου, κι άκου.

Είχαν απομείνει μόνο τα μικρά κίτρινα μήλα του Σαν Τζοβάνι. Του φάνηκε πως ονειρεύεται. Κάθισε και ρώτησε: «Πού είναι οι άλλες; Τι έγινε;» «Η Έστερ είναι στην εκκλησία, η Νοέμι είναι επάνω», είπε η ντόνα Ρουθ, σκυμμένη επάνω από τον καφέ.

Στο αναμεταξύ η ντόνα Νοέμι είχε κατέβει με το τηλεγράφημα στο χέρι, αλλά δεν αποφάσιζε να το διαβάσει, λες και της άρεσε να μεγαλώνει την αγωνία και την περιέργεια του υπηρέτη. «Έστερ», είπε, ενώ καθόταν στον πάγκο πλάι στο τζάκι, «γιατί δεν βγάζεις το σάλι;» «Έχει λειτουργία στην εκκλησία σήμερα το πρωί∙ θα ξαναβγώ. ΔιάβασεΚάθισε κι εκείνη στον πάγκο και η ντόνα Ρουθ την μιμήθηκε.

Σα φάγανε και ήπιανε, ο Μοναχάκης στριφογύρισε μια το κομπολόι στον αέρα. — Κάτι θα σου πω, Γιαλή, είπε. — Ό,τι θέλεις, Μοναχάκη. Χατήρι δικό σου δε χαλάει. — Το μπρίκι πούχεις στα σκαριά κάθισε στην καρδιά μου. — Το καμαρώνω εγώ που τώκανα, είπε ο Γιαλής. Πετυχημένο καράβι Όλα δεξιά μου ήρθανε σε τούτο το καράβι Δε βαρυγκώμησα μια στιγμή απάνω του.

Αλλιώς δεν καλοξηγιέται το φέρσιμο του στ' Αρειανικό το ζήτημα, όσο πεζός κι αν είτανε στα θεολογικά· καθώς μήτε το μεγάλο του λάθος ένα χρόνο κατόπι , που βλέποντας τα παιδιά του και τανίψια του νάρχουνται σε διχόνοιες και να μαλλοτρώγουνται, κάθισε και κομμάτιασε το Κράτος και τους το μοίρασε για να τους ησυχάση, κ' έτσι με τα χέρια του κατάστρεψε ένα από τα μεγαλήτερα έργα του, την ένωση της Αυτοκρατορίας.

Και ανοίξαντες αμέσως της αιθούσης των την θύραν, Με πολλήν αβροφροσύνην απ' το χέρι τον επήραν Και του είπαν «Ω μεγάλε αντιπρόσωπε του κράτους Των ελλήνων, όπου κρύπτει θησαυρούς αρχαιότατους, Έλα κάθισε κοντά μας με μεγάλη σιωπή, Να ακούσης τι για σένα το συνέδριον θα πη. Το συνέδριον σας δίδει από όσα απαιτείτε Το έν τρίτον, και πιστεύει πως θα ευχαριστηθήτε.

Το μεσημέρι όλοι μαζεύτηκαν κάτω από το δέντρο, γύρω από τη φωτιά, και ο παπάς κάθισε στη μέση. Ο καιρός ξάνοιγε, μια χρυσή ηλιαχτίδα από το ζενίθ περνούσε μέσα από τα σύννεφα και έπεφτε κατ’ ευθείαν επάνω στο δέντρο όπου γινόταν το φαγοπότι.

Κουνούσε η γριά το μαγουληκωμένο κεφάλι της σα ν' αγνάντευε μεγάλες συφορές ομπροστά της. Δεν ξεστόμισε τίποτις όμως, παρά τούβαλε του Δημήτρη να φάη. Νίφτηκε ο Δημήτρης, και κάθισε κ' έφαγε. — Εγώ θα πάω τώρα στου Γιάννη, λέει η γριά. Είνε λέει απαρηγόρητος ο βαριόμοιρος. Και βράζουν λέει οι γαμπροί του από καράζι.

Μονάχα η Αφροδίτη 380 τον άρπαξε έφκολα έφκολα, σα θέαινα, απ' τη μέση, τον σκέπασε μ' ένα πυκνό σκοτάδι, και τον πήγε και μες το μοσκομύριστο τον κάθισε γιατάκι. Έπειτα πήγε τη Λενιό να κράξει.