United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΟΛΩΝΙΟΣ Του Ιουλίου Καίσαρος· έπεσα φονευμένος εις το Καπι- τώλιον· μ' εφόνευσεν ο Ιούνιος Βρούτος. ΑΜΛΕΤΟΣ Με συγχωρείς· αφού σ' έφαγεν ο Ιούνιος, δεν ήσουν Ιούλιος, ήσουν Μάιος. — Είν' έτοιμοι οι ηθοποιοί; ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Έτοιμοι, Κύριέ μου· περιμένουν την άδειάν σου. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Έλα εδώ, αγαπητέ μου Αμλέτε· κάθισε σιμά μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, καλή μητέρα· υπάρχει εδώ πέρα δυνατώτερος μα- γνήτης.

Καιτο καλόξυστο σκαμνί κάθισε πάλι εκείνος• καιτο φαγί και εις το πιοτόν άμα η ψυχή του ευφράνθη, 'ς την χοιρομάνδρα εγύρισε και άφησε το παλάτι, όπ' ήσαν σύνδειπνοι πολλοί• κ' ετέρπονταν εκείνοι 605 εις το τραγούδι, 'ς τον χορόν, ότ' είχε η νύκτα φθάσει. Ραψωδία Σ

Περιέφερε και αύθις το βλέμμα προς τον κήπον, όπου ευρίσκετο εισέτι η Αϊμά. — Πώς βιάζεσαι τόσον, είπεν ο Γύφτος. Δεν θα σε φιλεύσωμεν κάτι; — Ευχαριστώ. — Ύπαγε, μωρή, να φέρης την φιάλην με το κρασί να κεράσωμεν τον μουστερήν, είπεν ο Γύφτος προς την γυναίκα του. Αλλ' ας είνε, κάθισε, πηγαίνω εγώ.

Και τότε, μάρτυς μου Θεός, σίγουρα θα πας στα πανηγύρια, αλλά με τους ζητιάνους!» Ο Έφις ανατρίχιασε∙ αυτό ακριβώς ήταν το όνειρό του για εξιλασμό. Σηκώθηκε και είπε: «Θα κάνω τα πάντα. Με την προϋπόθεση όμως ….» «Με την προϋπόθεσητον ρώτησε ο άλλος πιάνοντάς τον από το μανίκι. «Κάθισε λοιπόν, διάολε, και πιες. Με την προϋπόθεση;» Ο Έφις αφέθηκε πάλι να πέσει στην καρέκλα.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Κάθισε ωστόσ' ολίγο και νέαν έφοδον ας δώσωμε 'ς τ' αυτιά σου, 'πού αρματωμένα διώχνουν την διήγησίν μας, αυτό 'πού δυο νυκτιαίς είδαμ' εμείς. ΟΡΑΤΙΟΣ Ας ήναι· ας καθίσωμ' εδώ· Βερνάρδε, ιστόρησέ τα.

Σ' ακατάπαυη θεωρητικότητα βυθισμένος, δεν μπορούμε καλά καλά να πούμε μήτε μισόν αιώνα πως κάθισε να νοιαστή και τα μελλούμενα του, και να συστήση κάποιον πολιτικό και στρατιωτικόν οργανισμό, για να διαφεντευτή μια μέρα από τον αχάριστο κόσμο.

Εκείνος κάθισε στον παλιό πάγκο, απέναντι από το Βουνό που έριχνε την βιολετί του σκιά μέσα στην κουζίνα, έβαλε τα μακριά του πόδια το ένα επάνω στο άλλο, σταύρωσε τα μακριά του μπράτσα στο στήθος ψαύοντάς τα με τα λευκά του χέρια.

Ως και τώρα ακόμα τη βλέπω την πέτρα που κάθισε ο γέρος και πήρε στα γόνατά του το τρομασμένο μου ταγγελούδι, και θαρρώ πως τάφο κοιτάζω. Τη βλέπω καλά την πέτρα, και το θαμάζω που δεν είναι ραγισμένη, δεν άλλαξε καθώς άλλαξαν όσοι κάθισαν εκεί απάνω, μήτε σηκώθηκε να φύγη καθώς εκείνοι.

Η δύναμίς σου τίποτα, τα μάγια κολοκύθια, και τώρα ξεφορτώσου με... μα δεν μου λες αλήθεια τι θέλουν 'στό κεφάλι σου αυτά τα σουβλερά; μήπως υπήρξες σύζυγος και συ καμμιά φορά; ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Λοιπόν με διώχνεις; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Κάθισε, αν αγαπάς, ολίγον κι' αν άλλο δεν σ' απασχολή συμφέρον κατεπείγον.

Έπειτα ορμάει τον άρχοντα να πιάσει γιο του Πείρου, το Ρίγμο, π' οχ την καρπερή ότι είχε φτάσει Θράκη, 485 και μια του δίνει π' ο χαλκός μες στην κοιλιά του μπήκε, κι' ήρθε απ' τ' αμάξι ανάποδα. Μα και του παραγιού του Αρήθου, ενώ τα διο φαριά προσπάθαε να γυρίσει, του κάθισε μια κονταριά στη ράχη, κι' οχ τ' αμάξι έπεσε χάμου κι' έφυγαν τα ζα του σαστισμένα.