United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η βασιλίς των πόλεων, η πόλις της Θεοτόκου, η λατρευτή Κωνσταντινούπολις, έμελλε να πέση εις τας χείρας των αλλοπίστων. Προσκυνήσατε πάντες οι Έλληνες την ανάμνησιν ταύτην, ενόσω αύτη δεν εξηλείφθη ακόμη. Διότι είνε ανάμνησις μόνον και ουχί πλέον ελπίς. Δεν ενθυμούμαι τίνος λαού παροιμία λέγει: «Η ελπίς ήτο καλή, αλλ' ο όνος την έφαγεν». Αγνοώ ποίος όνος έφαγε την ελπίδα των Ελλήνων.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Του Ιουλίου Καίσαρος· έπεσα φονευμένος εις το Καπι- τώλιον· μ' εφόνευσεν ο Ιούνιος Βρούτος. ΑΜΛΕΤΟΣ Με συγχωρείς· αφού σ' έφαγεν ο Ιούνιος, δεν ήσουν Ιούλιος, ήσουν Μάιος. — Είν' έτοιμοι οι ηθοποιοί; ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Έτοιμοι, Κύριέ μου· περιμένουν την άδειάν σου. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Έλα εδώ, αγαπητέ μου Αμλέτε· κάθισε σιμά μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, καλή μητέρα· υπάρχει εδώ πέρα δυνατώτερος μα- γνήτης.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Να κ' η Φιλοδωρήταινα. . . να και η Χαιρητάδη. . . Ου!. . . βλέπω κι' άλλες πού 'ρχονται, ολόκληρο κοπάδι• όλο το άνθος δηλαδή της πόλεως. Γ’ ΓΥΝΗ ερχομένη ταχέως Ουφ! πόσο, φιλτάτη, εκοπίασα, ως πού να ξετρυπώσω! γιατί έφαγεν ο άνδρας μου όσες σαρδέλλες είχα το βράδυ, και μου πνίγηκε τη νύχτ' από το βήχα.

Και με όλον που το φαγί ήτο αρκετόν διά να χορτάση έξ ανθρώπους, αυτός εις μίαν στιγμήν το εκατάπιεν όλον· και οπόταν έφαγεν όλον εκείνο, που του έφεραν έμπροσθέν του, μας είπε προστακτικώς, ότι να του φέρωμεν και άλλο φαγί, διότι δεν είχε χορτάσει.

Εκεί εκάθισε ν' αναπαυθή. Έβγαλεν από το καλάθι της το ψωμί και το τυρί και ολίγον κρέας, τα οποία την είχε φιλεύσει η Μαρούσα, επειδή την εσπέραν δεν είχε δυνηθή να φάγη τίποτε, μετά τον καφέν όπου είχε πίη εις το μαγειρείον. Εφύλαξε μόνον τα δίπυρα, τα οποία είχε λάβει από το σπίτι της κόρης της, της Δελχαρώς. Έφαγεν, έπιε δροσερόν νερόν, κ' έλαβε μικράν αναψυχήν.

Τότε αυτός μένοντας μόνος με την θυγατέρα του, άρχισε να την ξαναεξετάξη περί αυτής της υποθέσεως έως που να έλθη η νύκτα· την ηρώτησεν ακόμη ανίσως και έφαγεν ο προφήτης μαζί της, και αυτή του απεκρίθη πως δεν εστάθη τρόπος να φάγη ούτε να πίη, με όλον που πολλά τον επαρακάλεσε· της έκαμε και άλλα διάφορα ζητήματα, και εις όλα ήκουε με πολλήν προσοχήν τες αποκρίσεις της.

Καθ'όλην την νύκτα περιεφέρετο εις την αυλήν ο άθλιος μη δυνάμενος να εξέλθη, ως να ευρίσκετο εις λαβύρινθον, έως ου εξημέρωσε και συνελήφθη με τα κλοπιμαία. Και τότε μεν έφαγεν όχι ολίγον ξύλον, έζησε δε ολίγον καιρόν ακόμη και απέθανεν αθλίως, διότι, ως έλεγε, κάθε νύκτα τον έδερνεν ο Πέλιχος, ούτως ώστε την επιούσαν εφαίνοντο τα σημάδια εις το σώμα του.

Μετά τριήμερον νηστείαν και αγρυπνίαν έφαγεν ως λάμια και απλωθείς έπειτα εις την κλίνην του ερουχάλισε μακαρίως μέχρις ου ήλθε την επιούσαν να τον εξυπνήση ο επί της εκτελέσεως αποσπασματάρχης.

Τότε ο Βελής βλέποντας ότι ήτον αδύνατον να φύγη τον θάνατον· ή με τον ένα τρόπον, ή με τον άλλον, έφαγεν ολίγον από εκείνα τα φαγητά, και εν τω άμα απέθανε. Βλέπεις, λέγει τότε η Κεριστάνη του βασιλέως, την προδοσίαν του Πασιά σου; λογιάζω πως είσαι βεβαιωμένος ότι τα τελώνια δεν κάνουν πράγμα χωρίς αφορμήν.

Και το μεν δόλωμα το έφαγεν ο πελώριος ορφός ή η σμίρνα η παρδαλή και μαυρειδερή, η αντιπαθής και άπιαστη, το άγκιστρον εβραχώθη κάτω εις το θαλάμι, και δεν εβγαίνει πλέον, η δε απετονιά τραβάται και τεντώνεται και κόπτεται, και ο ψαράς μένει με δύο πήχεις σπάγγον εις την χείρα.