United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παλάτιον της ερημίας και της σιγής, θρόνος βαθείας μελαγχολίας, ο πελώριος βράχος ο βορεινός, ο θαλασσόπληκτος, επάνω του οποίου ήτο κτισμένον ποτέ το παλαιόν, το κατηρειπωμένον σήμερον χωρίον.

Δεν είνε παράδοξον καμμίαν ημέραν, χάριν οικονομίας, να βάλουν τον Βωτύ, αντί ατμαμάξης, να σύρη τον τροχιόδρομον. Αλλά και έτσι η σημερινή ταχύτης της συγκοινωνίας δεν θα ελαττωθή και ο Βωτύ θα εύρη τρόπον ν' αδυνατίση ολίγον. Επί του τροχιοδρόμου κάθεται δίπλα του πελώριος κύριος, με γαστέρα πελωρίαν και θερμότητα δέκα κλιβάνων, γνώριμός του.

Οι δύο κατά το Βατούμ· οι άλλοι δίπλα στ' ανοιχτά ουρανοθέμελα. Κ' εμπρός μας ο Καύκασος πελώριος, σκυθρωπός έδειχνε τα χαλαρόφραχτα περιγιάλια του δόντια αστόμωτα. Ο ουρανός ψηλά συγνεφοσκεπασμένος, βαρύς· κάτω η θάλασσα μαυριδερή μ' ένα ελαφρό τρέμουλο από άκρη σε άκρη, σαν να είχεν ανατριχίλα. Πρώτη φορά που έβλεπα φοβισμένη τη φιλενάδα μου.

Σε καρτερώ! του απάντησε ο Ισλιάμ Μπέντος. Ο Καραϊσκάκης, νευρικός κι' ανυπόμονος, έτρεμε πριν αρχίση ο πόλεμος. Κοντά του ήταν ο Τσάκας, πελώριος παληκαράς, παλιός του σύντροφος. Γυρίζει και λέειτον Καραϊσκάκη·Τι τρέμεις, ωρέ Γύφτο; Φοβάσαι; Και του τραβάει έναν κατακέφαλο. Τον έφαγε καλόν, χωρίς να θυμώση ο Καραϊσκάκης. Γύφτος ήταν το παράνομά του, γιατί ήταν μελαψός.

Ο Θεός του ήτο γέρων πελώριος με βαθύν λευκόν πώγωνα και δασείας οφρύς, κατοικών εις τον ευρύν ουρανόν, οπόθεν το ωργισμένον του βλέμμα διέχυνε την φρικαλέαν αστραπήν μεταξύ των νεφών. Δεν ελύπησε τόσον τους γονείς του η εγκατάλειψις των μαθημάτων, όσον τους ανησύχει η λήθη των θρησκευτικών του καθηκόντων.

Από το μέρος εκείνο έως το Κάστρον, το οποίον διεκρίνετο ως πελώριος αμαυρός όγκος υψηλά προς βορράν, η οδός δεν θα ήτο πλέον της ώρας, αλλ' εις ην κατάστασιν ήτο τώρα ο δρόμος από τας χιόνας, τις οίδεν, αν θα ήρκει και το τριπλάσιον του χρόνου όπως φθάσωσιν. Εδείπνησαν όλοι επί ποδός με δίπυρα και με ελαίας και έπιον ολίγον οίνον ή ρακήν.

ΧΗΝΙΔΑΣ. Μήπως έδειξες ολιγωτέραν ανδρείαν, Λεόντιχε, εις την Παφλαγονίαν, όταν εμονομάχησες με τον σατράπην : ΛΕΟΝΤ. Καλά που μου το θύμησες, διότι δεν ήτο μικρόν κι' εκείνο το ανδραγάθημα. Ο σατράπης ήτο πελώριος κι' εθεωρείτο πολύ δυνατός εις τα όπλα.

Κάτι άρχισε να λέη, αλλά την έπιασα δυνατά από το χέρι και της είπα έντονα: — Σώπα! μην 'πής κακό, γιατί μα το θεό θανεβώ σε κειονέ το χαράκι και θα πέσω κάτω. Κοντά στο σπίτι του Δεσποινιού ήτον ένας ψηλός βράχος με κισσό, που στο σκοτάδι φάνταζε σαν πελώριος αράπης. Κέδειχνα ότι ήμουν έτοιμος να πάω να γκρεμιστώ από κει πάνω.

Ενώ τω φαίνεται κατ' όναρ ότι βαδίζει επί λείας και ομαλής οδού, αίφνης ευρίσκει υψηρεφή τοίχον ενώπιόν του. Υπερφυής τις άνθρωπος, πελώριος γίγας, Τιτάν, παρουσιάζει προ των οφθαλμών αυτού έν όρος, όπερ κρατεί ευκόλως εις την χείρα, και το φυτεύει εκεί ενώπιόν του, του κόπτει αποτόμως την οδόν, και δεν δύναται να προβή.

Δεξιόθεν, από την άλλην πλευράν του ρεύματος, ήρχιζε το δάσος του Αραδιά εκ χιλιετών δρυών, να σχηματίζεται και ν' ανέρπη ολονέν ανά το βουνόν, το κορυφούμενον υψηλά άνω, εις τον άγιον Κωνσταντίνον, και το βουνόν ήτο ορθόν, απότομον, κ' εφαίνετο ως πελώριος τοίχος καλυπτόμενος υπό κισσού.