United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραυς αύτη εκράτει οζώδη ράβδον, δι' ης υπεστήριζε το βήμα, έτρεμε, και είχεν επί της ράχεως δύο ογκώδεις ύβους ουχί ισομεγέθεις. Ο είς ήτο διπλάσιος του ετέρου, και υψούτο προς τον δεξιόν ώμον. Τούτο έδιδεν εις το κυρτόν σώμα της γραίας τοιαύτην ροπήν, ώστε εβάδιζε πάντοτε με την μίαν πλευράν, την ευώνυμον, ήτις έκλινεν χαμηλότερον προς το έδαφος.

Κι' όπως από μαντρί βοδιών ξανθότριχο λιοντάρι, διώχνουν σκυλιά και χωριανοί που ξάγρυπνοι όλη νύχτα 549 φρουρούν, κι' εκείνο θέλοντας να φάει βοϊδήσο πάχος 551 χοιμάει, μα δίχως όφελος, τι απ' αντριωμένα χέρια όπλα πολλά του πέφτουνε και κούτσουρα αναμένα στα μάτια ομπρός, που μ' όλη του την προθυμιά το σκιάζουν και πια αλαργέβει την αβγή με σπλάχνα πικραμένα· 555 τότε έτσι ο Αίας έφεβγε με στήθια πικραμένα πολλά άθελα, γιατί έτρεμε μην πάθουν τα καράβια.

Δέκα μέρες βασανιζότανε στου Καρά Μεχμέτη την κούλα, που τηνε φύλαγαν κρυμμένη ώσπου να γιάνη, μα πήγαινε από το κακό στο χερότερο. Έτρεμε μερονυχτίς σα να είτανε μαγεμένη. Μα εγώ θαρρώ πως είχε την Παναγιά μέσα της και τηνε βοηθούσε. Είπανε να την ξεκάνουνε, μα το είχαν προσταγή από τον αφέντη τους να μην την αγγίξουν ώσπου νάρθη στο δικό του χαρέμι.

Έτρεμε και το κάτω χείλος του, αλλά το δάγκωσε με λύσσα, και έσφιξε τις γροθιές του κι έπειτα τις άνοιξε, σαν να ήθελε να αρπάξει κάτι και να το πετάξει. «Τι έκαναρώτησε με αναίδεια.

Άνοιξε τα μάτια της. Ένα μπουρίνι δυνατό είχε μπάσει μέσα τα τζαμόφυλλα του παραθυριού. Σηκώθηκε να κλείση το παράθυρο. Ένα ράσο του παπά κρεμασμένο στον τοίχο ανέμιζε κι' ανακατευότανε με τον αέρα, σαν άνθρωπος που σπαρταρούσε μες στο σκοτάδι. Η καρδιά της έτρεμε σαν ψάρι. Σαν ζύγωσε στο παράθυρο, την έπιασε ανατριχίλα.

Έτρεμε σαν το ψάρι, άναβε ύστερα σαν το κάρβουνο κ' έπειτα πνιγότανε στον ιδρώτα. Είχε γίνει πετσί και κόκκαλο. Είχαν αδυνατίσει και τα νεύρα του, παραξένεψε, παραμιλούσε στον ύπνο του και φορές-φορές πεταγότανε να φύγη απ' τα ρούχα του. — Απ' τον καιρό που πάτησα στη στερηά, χαΐρι και προκοπή δεν είδα, έλεγε. Ας όψεται ο Δεσπότης, Θεέ μου συχώρεσέ με.

Χοντρά δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του, κατέβαιναν στο πηγούνι του που έτρεμε και σταγόνα σταγόνα έπεφταν στη γη. Ο Τζατσίντο τον περίμενε ξαπλωμένος μπροστά στην καλύβα. Μόλις τον είδε να ανεβαίνει με το καλάθι στο χέρι που φαινόταν να τον τραβάει προς τα κάτω παρόλο που ήταν άδειο, κατάλαβε πως τα ήξερε όλα. Τόσο το καλύτερο!

Χριστέ βοήθει, Χριστέ βοήθει, Χριστέ βοήθει! Κ' επερνούσα έτσι αβλαβής το ξύλινο γεφυράκι, που έτρεμε, που εσείετο, να πέση κάτω, εις το πετρώδες όρυγμα, δι' ου απεχωρίζετο από της άλλης νήσου το έρημο χωριό μου, το Κάστρο μου, μικρά βραχώδης, αιπεινή χερσόννησος, φρούριον παμπάλαιον, από τον καιρόν των Βενετσιάνων, ερημωθέν μετέπειτα, διά γεφύρας ξυλίνης, άνω βαθυτάτου χάσματος, συνδεόμενον προς την όλην νήσον.

Σα νάταν ξεβιδωμένο ταπανωκόρμι της, από τη λαιμαριά της απάνω, ως κάτω στη μέση της· ξεκολλημένη κ' η μέση της πίσω στα απάκια. Άλλη κίνηση έδινε πάλι στα κάτω μέλη της· από τα λαγαρά της τα καλοθρεμένα και κάτω. Εσειόταν κ' ελυγιόταν, κ' εταρνάριζε, κ' έτρεμε. Με διαφορετικά αντίθετα κουνήματα πάνω ως το λαιμό. Με άλλα κάτω ως τα λαγαρά. Με άλλα κάτω, κάτω.

Ο γέρος έτρεμε από οργή, αλλά δεν άνοιγε το στόμα του∙ ο άλλος είχε ξαναπάρει τη θέση του και είπε λυπημένα ότι δεν ήξερε τίποτε, ότι δεν κουνήθηκε από τη θέση του, ότι ένοιωσε κάποιον να πέφτει επάνω του σαν τοίχος που καταρρέει. Τους σήκωσαν και τους απομάκρυναν. Ο κόσμος τους ακλούθησε σαν σε λιτανεία.