United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απόξω στο κατάχλωρο και ολόδροσο κηπαράκι του νοσοκομείου αγγαρεμένοι δυο κατάδικοι, έσκαφταν χωμένοι μες τις θηληκωμένες ουρανιές τους ποκαμίσες, και δυο φαντάροι άγρυπνοι φρουροί τους φύλαγαν παρέκει.

Τον καιρό όπου περνούσε η Βασιλική πομπή, κει κάτω στον άλλο δρόμο που ο Γκορνεβάλης κι' ο ιπποκόμος του Καερδέν φύλαγαν τ' άλογα των κυρίων τους, παρουσιάστηκε ξαφνικά, ένας ιππότης αρματωμένος: Μπλεχερή τον έλεγαν. Αναγνώρισε από μακρυά τον Γκορνεβάλλη και το οικόσημο του Τριστάνου. «Τι είδα σκέφτηκε.

Κι όταν οι πέτρες και το χώμα τριγύρω δεν τούσωναν, έπαιρνε υλικό κι από τα «Μακρά τείχη». Τέλος έφερε και τα δέντρα της Ακαδημίας και του «Λυκείου», έφερε και σίδερο όσο ήθελε από τη Θήβα. Όσο για χρήματα, αυτά τα προμηθεύτηκε από την Επίδαυρο κι από την Ολυμπία, γιατί εκεί φύλαγαν ακόμα οι Θεοί ασήμι και μάλαμα αμέτρητο από ταφιερώματα των αρχαίων.

«Αδελφέ, φώναξε ο Τριστάνος, τι μου λες εκεί; Πώς θα μπορούσα να φύγω μπρος στον Μπλεχερή αφού, όπως βλέπεις και μόνος σου, δεν έχουμε δω τάλογά μας. Ο Γκορνεβάλης και ένας ιπποκόμος τα φύλαγαν. Δεν τους ξαναβρήκαμε στο ωρισμένο μέρος, κι' ακόμη τους γυρεύομεΕκείνη τη στιγμή γύρισαν ο Γκορνεβάλης κι' ο ιπποκόμος του Καερδέν. Ωμολόγησαν το πάθημά τους.

Μέρος βέβαια, και μάλιστα οι καθαυτό Έλληνες, πρέπει να φύλαγαν ακόμα μέσα στην ψυχή τους και την παλιά ευλάβεια· μα αν έμνησκε σε τέτοιους η τύχη μας δε θα παθαίναμε μήτε τα μισά που μας περιμένανε στο τέλος του τρίτου αιώνα.

Ενώ οι πέντε κοιμώντανε, οι άλλοι πέντε ωπλισμένοι, όρθιοι μπροστά στης πόρτες και στα παράθυρα, φύλαγαν άγρυπνοι. Αλλά, κατά τύχη, είχαν όλοι αποκοιμηθή, πέντε στα κρεββάτια, πέντε στης πλάκες. Η Ιζόλδη πέρασε τα ξαπλωμένα σώματά τους, σήκωσε το σίδερο της πόρτας. Έκαμε κρότο ο σύρτης, μα χωρίς να ξυπνήση κανείς από τους φρουρούς. Πέρασε το κατώφλι, κι' ο τραγουδιστής έπαψε.

Οι χιλιόχρονες εκείνες μονομαχίες είναι τα καθαυτά προγονικά μεγαλεία μας. Και σα νάννοιωθε κι ο ίδιος ο Ιουστινιανός το τι λογής αγώνες μας προσμένανε, μας έστησε το ιερό εκείνο μνημείο της Άγιας Σοφιάς, που μας σκέπαζαν και μας φύλαγαν οι θόλοι του πίστη, ελπίδα και θάρρος, για να παίρνη το έθνος δύναμη και να μαζεύη ηρωισμό στην καρδιά του κάθε φορά που ζύγωνε ο εχτρός.

Πώς σκύλοι ομπρός στα πρόβατα κακονυχτάν σε στρούγγα, αν νιώσουν αιματόχαρο θεριό που το λαγκάδι περνάει στα όρη, και πολύς από βοσκούς και σκύλους 185 κρότος κι' αχός, και δε σφαλνούν το μάτι μια στιγμούλα· έτσι κι' αφτών στα βλέφαρα δεν τους κατέβαινε ύπνος π' όλη τη νύχτα φύλαγαν, τι είχαν το νου τους πάντα κατά τον κάμπο άμα άκουγαν ροβολητό των Τρώων.

Δέκα μέρες βασανιζότανε στου Καρά Μεχμέτη την κούλα, που τηνε φύλαγαν κρυμμένη ώσπου να γιάνη, μα πήγαινε από το κακό στο χερότερο. Έτρεμε μερονυχτίς σα να είτανε μαγεμένη. Μα εγώ θαρρώ πως είχε την Παναγιά μέσα της και τηνε βοηθούσε. Είπανε να την ξεκάνουνε, μα το είχαν προσταγή από τον αφέντη τους να μην την αγγίξουν ώσπου νάρθη στο δικό του χαρέμι.