United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκ του κέντρου του πλήθους των θυμάτων ανήλθον φωναί, αίτινες έψαλλον, και αντήχησεν ο ύμνος, τον οποίον διά πρώτην φοράν ήκουον εις τον ρωμαϊκόν ιππόδρομον. Ο λαός έμεινε κατάπληκτος. Οι κατάδικοι έψαλλον με τους οφθαλμούς εστραμμένους προς το καταπέτασμα. Τα πρόσωπά των ήσαν ωχρά, αλλ' εφαίνοντο εμπνευσμένα.

Απόξω στο κατάχλωρο και ολόδροσο κηπαράκι του νοσοκομείου αγγαρεμένοι δυο κατάδικοι, έσκαφταν χωμένοι μες τις θηληκωμένες ουρανιές τους ποκαμίσες, και δυο φαντάροι άγρυπνοι φρουροί τους φύλαγαν παρέκει.

Αληθινά, είπε στον Κακαμπό, αν δεν είχα ιδεί με τα μάτια μου να κρεμάνε το δόχτορα Παγγλώσση κι' αν δεν είχα τη δυστυχία να σκοτώσω το βαρώνο, θα πίστευα, πως είναι αυτοί, που τραβούνε κουπί μέσα σ' αυτή τη γαλέρα. Μόλις ακούσανε τα ονόματα Παγγλώσσης και βαρώνος, οι δυο κατάδικοι βγάλανε μεγάλο ξεφωνητό, σταματήσανε πάνω στον μπάγκο τους, αφήνοντας τα κουπιά τους να πέσουνε.

Οι κατάδικοι του Τρία λυσσασμένοι, μανιακοί, σωστοί δαιμόνοι κολασμένοι του πήδησαν του Βλαχογιώργου πίσωθε, παίζοντας τα λεπίδια στον αέρα ξεμανίκωτα. Οι φαντάροι με τις λόχες, τους μπήκαν μπροστά, να κόψουνε το φοβερόν το δρόμο τους. Λαχανιασμένος, ξέψυχος, με την πνοή στα χείλη ο Βλαχογιώργος, στα πόδια τόβαλε. Σαστισμένος φέβγοντας αγνάντια έπεσε πάνω στους κατάδικους των άλλω δωματίων.

Όλοι οι κατάδικοι, απολυμένοι τόρα μέσα στο προάβλιο, επερπατούσαν· άνω κάτω νεβρικοί· να χορτάσουν την τόσο ακριβή τους κίνηση, να ξεμουδιάσουν. Μερικοί έστεκαν δίπλα στους φαντάρους κ' εδίπλωναν τα πράματά τους, όταν πια οι φαντάροι ταπόψαχναν. Τα έκαναν πάλι σωρό μπροστά στω δωματίων τους τις πόρτες, να μην τους λείψη τίποτε.

Σκύλλε χριστιανέ, απάντησε ο λεβαντίνος πλοίαρχος, αφού αυτοί οι δυο σκυλλοχριστιανοί κατάδικοι είναι βαρώνοι και μεταφυσικοί, κι' αυτά θάναι μεγάλα αξιώματα στον τόπο τους, θα μου δώσης πενήντα χιλιάδες τσεκίνια. Θα τα λάβετε, κύριε· οδηγήστε με σαν αστραπή στην Κώσταντινούπολη και θα πληρωθήτε αμέσως. Αλλ' όχι, οδηγήστε με στη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.

Στην πρώτη την παραμικρή αφορμή που θάδιναν μεταξύ τους οι κατάδικοι, συνάφορμα αφτός πως θα τους ησυχάση, έπαιρνε πέντε έξη άντρες με τα όπλα τους κ' επήγαινε μέσα στα φοβερά μπουντρούμια. Το σκοινί στη βούτα να μαλακώση. Άνοιγμα ένα, ένα τα δωμάτια. Ο τάδε και ο τάδες φυλακισμένοι, αθώοι αφτοί στην αναμεταξύ τους ταραχή αλλά για να πληρώσουν την αναφορά που υπόγραψαν, να βγουν όξω.

Οι τρεις καθηγητές, σκυμμένοι τώρα στα χερόγραφά τους, διαβάζουν αχόρταγα σα να ρουφούν τ' αθάνατο νερό. Με το μολυβάκι τους σημειώνουν στο χαρτί καθετί που τους φαίνεται αξιοθύμητο. Πίσω τους στέκουν οι βιβλιοθήκες ορθές, σαν κατάδικοι πιστάγκωνα δεμένοι στους τοίχους. Απάνω στη μεσανή κάθεται σα Σφίγγα η γάτα του σπιτιού, βυθισμένη στο άγνωστο όνειρό της.

Οι κατάδικοι τω όντι εις θάνατον αποτελούσι παρ' ημίν ιδιαιτέραν και ικανώς πολυάριθμον τάξιν καταδίκων, τελείως άγνωστον εις πάσαν άλλην χώραν διά τον λόγον ότι πανταχού ο καταδικασθείς εις θάνατον ή θανατώνεται ή αξιούμενος χάριτος μεταβάλλεται εντός τακτής προθεσμίας από καταδίκου εις θάνατον εις κατάδικον εις δεσμά ή άλλην οιανδήποτε ποινήν.

Όταν εμπήκαν όλοι οι κατάδικοι του Τρία στο δωμάτιο, ο Βλαχογιώργος με κίτρινα τα χείλη από το φόβο του, γιατί ένιωθε πια τόρα πως είχε με λιοντάρια ανήμερα να κάμη, εστάθηκε στης πόρτας το διαπύλι. — Τούνους ήταν του σκαμνί, ουρέ ζιαγάρια; ρώτησε με θυμό, κ' επάσκιζε να συγκρατήση το σαγόνι του που ξέφεβγε κ' επάγαινε να ξεκολλήση απ την τρομάρα του.