Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Έξαφνα αντήχησεν εις τον αέρα έν πιφ, παφ! και αι χήνες έπεσαν εις το νερόν σκοτωμέναι, και εκεί όπου έπεσαν εκοκκίνισεν ο βάλτος από αίμα. Πιφ, παφ, άλλην μίαν φοράν, και ένας σωρός χηνών εσηκώθησαν από τα καλάμια και έφευγαν. Και άλλοι τουφεκισμοί ηκούσθησαν.
Εκ του κέντρου του πλήθους των θυμάτων ανήλθον φωναί, αίτινες έψαλλον, και αντήχησεν ο ύμνος, τον οποίον διά πρώτην φοράν ήκουον εις τον ρωμαϊκόν ιππόδρομον. Ο λαός έμεινε κατάπληκτος. Οι κατάδικοι έψαλλον με τους οφθαλμούς εστραμμένους προς το καταπέτασμα. Τα πρόσωπά των ήσαν ωχρά, αλλ' εφαίνοντο εμπνευσμένα.
Το δόγμα, το οποίον επρέσβευεν εκείνη, δεν διέτασσε την συγγνώμην; Οι χριστιανοί είχον συγχωρήση τον άθλιον, και είχον πολύ σοβαρωτέρας αφορμάς διά να τον εκδικηθούν. Η κραυγή του Χίλωνος, «δι' όνομα του Χριστού!» αντήχησεν εις την ψυχήν του. Ενεθυμήθη ότι δι' ομοίας κραυγής ο Χίλων είχεν απαλλαγή από τας χείρας του Λιγειέως, και απεφάσισε να του χαρίση το υπόλοιπον της ποινής.
Εφοβείτο να έλθη εις επαφήν με τοιούτους φοβερούς την όψιν ανθρώπους. Και πλουσίαν αμοιβήν αν του έταζον, δεν θα τους εδέχετο ποτέ εις την λέμβον. Ηκούσθη μία τουφεκιά. Η βολή συρίξασα εκτύπησεν εις το πηδάλιον της λέμβου. Δευτέρα τουφεκιά βροντώδης αντήχησεν. Το βόλι ηυλάκωσε το κύμα, και βυθισθέν εχάθη εις τον μέλανα πόντον. Ο μπάρμπ’-Αλέξης, εξακολουθών να ελαύνη, ήτο εκτός βολής ήδη.
Δεν είχα τίποτε να πλύνω — ούτε την ελαχίστην οιανδήποτε κηλίδα, ούτε το ελάχιστον σημείον αίματος. Προς τούτο έλαβα όλα τα μέτρα μου. Το παν εξηφανίσθη μέσα εις ένα πακέτο, α! α! Όταν το έργον αυτό ετελείωσεν, ήταν τέσσαρες πρωί και έκαμνε τόσον σκοτάδι όσον και τα μεσάνυκτα. Όταν το ωρολόγι εκτυπούσεν αυτήν την ώραν, ένα κτύπημα αντήχησεν εις την πόρταν του δρόμου.
Αυτά ν' ακούσουν, τα 'χασαν με μιας οι Μπακακάδες, Κι' αλλαλαγμός αντήχησεν απ' όλαις της αράδαις. 300 Βοαίς μεγάλαις έβγαλαν, και δυνατά χουγιάζουν, Και προς το Φουσκομάγουλον ωνειδισμούς σωριάζουν. Τζωπαίνει ο Φουσκομάγουλος αφού γνωμοδοτάει· Και των Μπακάκων ο λαός με κρότο αχολογάει. Η συμβουλή τους άρεσε, τον πόλεμο όλοι κράζουν. Τη μάχη στρέγουν όλοι τους, και τ' άρματα συντάζουν.
Η κραυγή αντήχησεν ανά την κοιλάδα. Αλλ' ο Γιάννης δεν εφαίνετο. Η Γιαννού έδεσε τους πόδας της μικράς, κ' επροσπάθει να την κρεμάση, συγχρόνως δε επανέλαβε την κραυγήν της· — Γιάννη!. . , Πού είσαι; . . . έλα! . . . Τα κορίτσια πέσανε μέσ' την στέρνα! . . . «Καλλίτερα που αργεί», έλεγε μέσα της. — Δεν ακούει, θα 'πω αυτός ο χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στη δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλειά . . . Γιάννη!
— Διά το τίποτε; αντήχησεν ο λάρυγξ του Γύφτου. — Με μικράς υπηρεσίας και εκδουλεύσεις. — Τι εκδουλεύσεις; ηρώτησε μετά μεγίστης περιεργείας ο Πρωτόγυφτος. — Εκδουλεύσεις φιλικάς. Και όχι δυσκόλους. Ο κύριός μου ο ταλαίπωρος έχει καϋμόν, διότι ο κόσμος ο μικρός δεν του θέλει το καλόν του. Είνε αληθές ότι οι μεγάλοι είνε όλοι φίλοι του.
Ο Οκτώβριος επλησίαζεν εις την λήξιν, ο καιρός ήτο ψυχρός και εις την εστίαν εσπινθήριζεν η πρώτη του έτους, εκ ξηρών κλημάτων πυρά, ότε αντήχησεν ο κώδων της εξωθύρας και ευθύς έπειτα επί της κλίμακος βαρύ πάτημα μετά κλαγγής σπάθης επί των λιθίνων βαθμίδων.
Κόσμος ιδεών νέων κατέκλυσε τον μικρόν αυτού εγκέφαλον, και πόθοι παράδοξοι ανέβησαν εις την καρδίαν του. Εστήριξε την κεφαλήν αυτού επί των δύο του χειρών, και η από της αγρυπνίας κόπωσις εκάλει ήδη βαρύν τον ύπνον επί των βλεφάρων του, ότε αντήχησεν οξεία μέχρι του υπερώου η φωνή του κυρίου του, ζητούντος τον καφέν του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν