Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Ούτω ο ταλαίπωρος Σατυρίων — διότι τούτο ήτο το όνομα του γελωτοποιού — ηναγκάσθη να δεχθή την πρόκλησιν και ήρχισε να πυγμαχή. Και το θέαμα ήτο αστειότατον να βλέπη κανείς ένα φιλόσοφον να αγωνίζεται με ένα γελωτοποιόν, να κτυπά και να κτυπάται.
Ο ταλαίπωρος νέος εκομίσθη, και μόλις το όμμα του έπεσεν επί τον Ιησούν, κατελείφθη υπό δεινού παροξυσμού του νοσήματος. Έπεσεν εις το έδαφος μετά βιαίων σπασμών, κ' εκυλίσθη με αφρίζοντα χείλη. Ήτο δεινότατον είδος δαιμονιώδους επιληψίας υφ' ης έπασχεν. Ο Ιησούς εβράδυνεν ολίγον. Ήθελε να στηρίξη την κλονισμένην πίστιν του πατρός. «Πόσος χρόνος εστιν εξ ου τούτο συνέβη αυτώ;,» ηρώτησεν ο Κύριος.
Όταν δε το πράγμα αποβή καλώς, έστω και άνευ εμού, η ευχαρίστησις θα ήναι κοινή και εις σε και εις τους φίλους. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ορθώς λέγεις, και θα πράξω ό,τι μοι υπαγορεύεις. Εάν όμως και μετά τούτο αποτύχω πάλιν, πού θα σ' επανίδω ; Πού να τρέξω η ταλαίπωρος να εύρω την βοηθόν σου χείρα;
Τι να είπω τώρα ο ταλαίπωρος ; Πόθεν ν’αρχίσω ; Ω, εις ποία μαύρα βάραθρα έπεσα! θεός δυσμενής, αλλά πολύ σοφώτερος, όλα τα σχέδια μου κατεσύντριψε. Πόσον προτιμότερον να γεννηθή τις εκ γένους ταπεινού ! Κλαίει ελευθέρως και ανακουφίζεται τουλάχιστον εκφράζων ό,τι αισθάνεται. Αλλ' εις ημάς τους ευγενούς καταγωγής, ουδέν εκ τούτων επιτρέπεται.
Εφώναζαν, εγρίνιαζαν κ' εθορυβούσαν. Το ένα ήθελε τσιτσί, δεν ήθελε μαμμά. Το τρίτον κλαυθμηρίζον εζήτει βρυ. Το τέταρτον ήθελε γλυκό, δεν του ήρεσκε το τυρί. Η ταλαίπωρος η λεχώ υπέφερε κάπως από τον θόρυβον. Ήρχισαν αι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήση και εις την λεχώ «καλή σαράντισι». Πρώτη έπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα η μπροσθινή.
Ο ταλαίπωρος αγαπημένος του βασιλέως, θλιμμένος διά την νέαν του δυστυχίαν και ηξεύροντας ότι ήτον ανεύθυνος, επάσχισε διά να εύρη το μέσον προς τον βασιλέα διά να δικαιολογηθή, μα εστάθη αδύνατον.
Έπεσ' ευτύς τ' ανάσκελα εκείνος λαβομένος, 425 Στον κουρνιαχτό ο ταλαίπωρος αιματοκυλημένος. Αλλά δε χάνει τη ζωή· για τότες δεν πεθνήσκει· Στους πρώτους πάλι βρίσκεται· στον τόπον απομνήσκει. Μ' αντριά μεγάλη δεύτερα, ο Τρυποφράχτης δίνει Μες του Βαλτίσιου την καρδιά του χάρου την οδύνη. 430 Τα ίσια σαν του τράβησε 'ς αστήθια τον καρφόνει· Νεκρό κουφάρι ακίνητο και κρύο τον ξαπλόνει.
Χωρίς παιδιά — η Κρατήρα, ήτο στείρα η ταλαίπωρος, — με τόσα κτήματα, αφειδώς δαπανών διά να τα καλλιεργή και να τα αυξάνη, εστενοχωρείτο τας καλάς ημέρας να βλέπη την γυναίκα του ζυμόνουσαν πολλά και μεγάλα ψωμία εξ αλεύρου της φάμπρικας, ενώ αι αποθήκαι του μπάρμα-Σταύρου έγεμον σίτου εγχωρίου.
— Αλλοίμονον εις εμέ! Ήτο τούτο της αμαρτίας το σπέρμα μέσα 'στην καρδιά μου; Το όνειρόν μου ήτο η Ζωή του Μέλλοντος, του οποίου η χορδή έπρεπε να σπάση χάριν της σωτηρίας μου; Α! η ταλαίπωρος εγώ! Θρηνούσα εκάθητο εκεί μέσα εις το ζοφερόν της νυκτός σκοτάδι.
Κ' έτεινε την χείρα προς τον Μπάρμπα Σταύρον λέγων: — Χριστός ανέστη, Κολλήγα! Να το φέρω το γουρνόπουλο; Ο ταλαίπωρος εν τη μέθη του συνέχεε τα Χριστούγεννα με την Ανάστασιν. Την στιγμήν εκείνην εκρότησε και το κατσαμπίδι της θύρας· και εισήλθεν η Κρατήρα, στολισμένη εορταστικώς και κρατούσα το αντίδωρον ευλαβώς εν τη κλειστή δεξιά της. Επανήρχετο από την εκκλησίαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν