United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το δείπνον ήτο αξιόλογον, η κοτόπηττα εδικαίωσε πληρέστατα την φήμην της Κυρίας Επαρχίνας, αι προπόσεις εις υγείαν παρόντων και απόντων δεν είχον τέλος, αι περί την τράπεζαν συνομιλίαι ήσαν ζωηραί, και η ώρα παρήλθε, μέχρι βαθείας νυκτός, χωρίς να το εννοήσωμεν. Επί τέλους ο Κ. Μελέτης ευηρεστήθη να μας υποδείξη ότι ηδυνάμεθα να αναχωρήσωμεν.

Ο Μανώλης, ενθουσιασθείς, έπιεν εις υγείαν της συντέκνισσας και συνέκρουσε μετ' αυτής το ποτήριον. — Να τα χιλιάσης, σύντεκνε! απήντησεν η Γαρεφαλιώ. Τοιαύται προπόσεις διεσταυρούντο ακατάπαυστα: — Να ζήσ' η νεοφώτιστη! — Απού 'βαλε το λάδι να βάλη και το κλήμα! — Στση χαρές των απάντρευτω! Και ο οίνος εντός ολίγου «κορύφωσε την ευθυμίαν.

Τώρα δε το ποτήρι είχεν αρχίση να κυκλοφορή και μεταξύ των άλλων συμποτών και προπόσεις εγίνοντο, αι ομιλίαι εζωήρευσαν και φώτα έφεραν οι υπηρέται, διότι είχεν αρχίση να νυκτώνη. Μετ' ολίγον επλησίασε διά να πάρη το ποτήρι του Κλεοδήμου, και ο Κλεόδημος του έσφιγξε το δάχτυλον και συγχρόνως με το ποτήρι τού έδωκε δυο δραχμάς, νομίζω.

Συνελθόντες εντός πενιχράς, αλλά καθαροτάτης καλύβης και ευχαρίστως επαναλαμβάνοντες κύκλω σφριγώντος πυρός τας περιπετείας της ημέρας, αφού κατά το πατρώον έθιμον κατεβροχθήσαμεν αμνόν ανεκτίμητον προσενεχθέντα ακέραιον, εξηντλήσαμεν δε τας συνήθεις προπόσεις και επολιτικολογήσαμεν μέχρι κόρου, κεκμηκότες εκ της επιπόνου οδοιπορίας, χαύνοι, ενώ παρεσκευαζόμεθα να παραδοθώμεν εις τας αγκάλας του ύπνου, ήλθε και παρεκάθησε μεθ' ημών ο Αθανασούλας Φερεντίνος, επανακάμπτων εκ Βονίτζης.

Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπάρμπα-Μηλιός, προεστώς άμα και πρόθυμος θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να ψήνη ως ουδείς άλλος το αρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι' όλους, και τρώγων άμα και προπίνων. Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον.

Αλλά την στιγμήν που έκανα προπόσεις με χρυσά ποτήρια για καθένα από τους παρόντας και οι υπηρέται έφερναν το γλύκυσμα, έκραξες και μας έκανες άνω κάτω το συμπόσιον, αναποδογύρισες τα τραπέζια και όλα εκείνα τα πλούτη διελύθησαν ως όνειρον. Βλέπεις λοιπόν ότι δεν εθύμωσα εναντίον σου άδικα. Και τρεις νύκτες αν διαρκούσε αυτό το όνειρο, θα το έβλεπα ευχαρίστως.

Και φωναί, και αναζητήσεις και ανακραυγαί και εκπλήξεις και ευχαί και προπόσεις, και άσματα και ψαλμωδίαι και βόμβος ως από μυριάδων κυψελών, εκεί εις τους σχοίνους, και σμήνη παιδίων, τα οποία εν αλαλαγμώ με τα κηρία αναμμένα, έτρεχον εις του Χαιρημωνά να υδρευθώσιν, εν ώ ο Παπα-Μακάριος, κατακόκκινος από την κούρασιντις οίδενέγραφε τα ονόματα έχων χαρτίον επί του γόνατος, καθήμενος επί της φλοιάς του ναΐσκου, όστις εφεγγοβόλει από την λάμψιν των λαμπάδων και των κηρίωντον χρόνον μίαν φοράν ο καϊμένος — .