United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτω η συμπλοκή εγενικεύθη• και ο Ζηνόθεμις αρπάσας από την τράπεζαν ποτήρι, ευρισκόμενον προ του Αρισταινέτου, το εξεσφενδόνισε κατά του Έρμωνος• κακείνου μεν άμαρτε, παραί δε οι ετράπετ' άλλη . Έσχισε δε του γαμβρού την κεφαλήν με βαθύ και σοβαρόν τραύμα.

Από αδυναμίαν να εκλέξουν τα χρήσιμα ή διότι δεν γνωρίζουν τι να γράψουν, ρίπτονται εις τας τοιαύτας μικρολόγους περιγραφάς• όταν δε συναντήσουν πολλά και σπουδαία γεγονότα, ομοιάζουν με δούλον νεόπλουτον, όστις προ ολίγου καιρού εκληρονόμησε τον αυθέντην του και ούτε να ενδυθή όπως πρέπει γνωρίζει, ούτε να δειπνήση κατά την τάξιν, αλλ' ενώ πολλάκις εις την τράπεζαν έχουν παρατεθή πτηνά και χοιρίδια και λαγοί, αυτός αρχίζει από κάποιον χυλόν οσπρίων ή παστόψαρον και τρώγει, τρώγει μέχρι σκασμού.

ΠΑΡ. Διότι ουδείς καλεί εις δείπνον εχθρόν ή άγνωστον άνθρωπον ή μετρίως γνώριμον, αλλά πρέπει να γείνη προηγουμένως φίλος διά να συμμερισθή τας σπονδάς και την τράπεζαν και κοινωνήση εις τα μυστήρια αυτής.

Είπε η θεά, και τράπεζαν γεμάτην αμβροσίαν του θέτει, και άμα κόκκινο νέκταρ του συγκερνάει. κ' έτρωγ' εκείνος κ' έπινεν, ο μέγας αργοφόνος• και δύναμιν εις την τροφήν άμα η καρδιά του επήρε, 95 τότ' επροσφώνησεν αυτήν, απάντησέ της κ' είπε•

Και θεωρών την σύζυγόν του προσέθηκεν ο γέρων: — Κι' άλλη φορά, κυρά Κρατήρα, τα παιδιά σου να τ' αναθρέψης καλλίτερα. — Ναι! τώρα είπες καλά, εκραύγασε και ο ποιμήν. Και κρατών την ευωδιάζουσαν κεφαλήν του χοιριδίου εστρώθη οκλάδην παρά την τράπεζαν γελών και λέγων: — Εσείς δεν θα τρώτε τώρα από το γατοφαγωμένο.

Αλλά προς τι ταύτα; Ο Τρανταχτής και ο Σκούντας, μηδέν τούτων έχοντες εν νω, εκάθισαν παρά την τράπεζαν του μπάρμπα Κατούνα, και ήρχισαν να πίνωσι και να συνομιλώσιν. Ανεκοίνωσαν δε προς αλλήλους πολλά διαφέροντα άλλως πράγματα, αλλ' ημείς θα παραλείπωμέν τινα χάριν των αναγνωστών, και θα έλθωμεν εις το τέλος της συνδιαλέξεώς των.

Κ' εντρυφά εις την χαρμόσυνον αυτήν φαντασίαν, σιωπών, ευφραινόμενος και τείνει να έλθη εγγύτερον προς το περιπόθητον και μυστικόν ίνδαλμά του, και προτείνει το πρεσβυτικόν στήθος του προς τα έξω, ακόμη περισσότερον, επιποθών, αν ήτο δυνατόν να μεγαλοποιήση τας χείρας του, όχι, να μεταμορφωθή εξαϋλούμενος εις ευώδη πνοήν αρωμάτων, και να φθάση, να περιβάλη, ως περιβάλλει ο ιερός λίβανος την αγίαν Τράπεζαν, το γλυκύ της χαράς του φάντασμα, το οποίον εκαμάρωνεν εις τον λαμπρόν πυθμένα κάτω, με τας απείρους του σαπφείου αποχρώσεις, απαλόν, θελκτικόν και πάγκαλον ως εξόπισθεν υελοφράκτου παραπετάσματος, ψυχή αγίου, επιστρέφουσα εις τον κόσμον.

Βρύσιν! — Και τα θαυμάσια Της Αρετής αένναα Νερά δεν βλέπω; Χύνονται Ποταμηδόν τρυγύρω μου, Την γην σκεπάζουν. Ω θνητοί, ποτισθήτε. Έαν το θείον πίετε Ρεύμα, ο πόνος με δάκρυα Την τράπεζαν, το στρώμα σας Ας βρέξη τότε. Ας έλθη τότε, ας έλθη Να σας περικυκλώση Με σκοτεινά, βρονταία Πεπυκνωμένα σύννεφα Η δυστυχία.

Και ιδού έρχεται και ο ιατρός εμπρός εις τον βασιλέα· ευθύς ο βασιλεύς τον αγκαλιάζει, τον φιλεί και τον καθίζει εις τα δεξιά του, και του έκαμεν όλους τους επαίνους εκείνους των οποίων είναι άξιος ένας τέτοιος ιατρός, εμπρός εις τον βεζύρην του και εις τους μεγιστάνας· διώρισεν να τον ενδύσωσι με καυτάνι βασιλικόν και άλλα φορέματα παρόμοια· την ώραν δε του γεύματος τον εκάθισεν εις την βασιλικήν τράπεζαν να γευθή μαζί του, και όλοι οι μεγιστάνες έστεκαν ορθοί με τα χέρια σταυρωμένα· έπειτα του έκαμε μεγάλα και πολύτιμα χαρίσματα, και μεγάλας τιμάς, και καθ' ημέραν σχεδόν τον είχεν εις την συναναστροφήν του.

Δίπλα εις την μεγάλην τράπεζαν της δασκαλοκαθέδρας, όπου απετίθεντο συνήθως οι έλεγχοι και κατάλογοι, ως και τα τετράδια των μαθητριών, επί του μικρού τραπεζίου του χρησιμεύοντος διά την διδασκαλίαν και εξάσκησιν των χειροτεχνημάτων, έκειντο φύρδην μίγδην μερικά αντικείμενα ξένα όλως, προς το Σχολείον, τα οποία ήτο όλως άπορον πώς ευρέθησαν εκεί.