United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, παρετήρησε γελώσα η Κρατήρα, και ρίπτουσα λοξόν βλέμμα εις την κενήν χιλιάρικην· σου έπεσε λίγο! — Όσο γι' αυτό, — ηθέλησε να είπη κάτι τι ο ποιμήν υποτραυλίζων. — Ας είνε, προσέθηκεν η Κρατήρα, και ετοποθέτησε το αντίδωρον υπό τι ποτήριον ανάστροφα επί του αρχαίου της εστίας. Έκαμα εγώ πολλούς σταυρούς για όλους σας. Καλή χρονιά σας! Εχάσατε όμως. Ήτανε πολύ ώμορφα.

Ιδού Εγώ αποστέλλω τον άγγελόν Μου προ προσώπου Σου, ος κατασκευάσει την οδόν Σου έμπροσθέν Σου». «Αμήν λέγω υμίν, ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού». Είτα προσέθηκεν ότι, καίτοι ο Ιωάννης είνε ο τελευταίος και ο μέγιστος εν τη Παλαιά Διαθήκη, «ο μικρότερος εν τη βασιλεία των ουρανών μείζων αυτού εστι».

Έννοια σου, ψυχή μου, έννοια σου! προσέθηκεν ο μεγαλοφυής κερδοσκόπος, αποτεινόμενος εις την σύζυγόν του, μετ' ολίγας ημέρας θα ιδής πόσον φρόνιμα κάμνω σήμερον. Και στραφείς προς τον Κυρ Γιάννην, ωσεί διδάσκαλός τις προς μαθητήν·Άκουσε, κυρ Γιάννη, είπεν εις αυτόν μετ' εμβρίθειας και οιονεί μετρών τους λόγους αυτού ένα ένα.

Όλοι προσέβαλλον εκ των νώτων· τούτο όμως δεν είνε σφάλμα του διαβόλου· είνε έλλειψις του θεού, όστις δεν προσέθηκεν οφθαλμούς και ώτα και εις τον αυχένα· θα ήτο πολύ διάφορος και του ανθρώπου η τύχη, και η όψις του κόσμου. Τότε εστέναξα διά πρώτην φοράν, και ηρώτησα εμαυτόν: — Πόσον ευτυχής ήμην χθες, και πόσον δυστυχής θα ήμαι αύριον;

Πού ήσουν χθες όλην την νύκτα; ηρώτησεν αποτόμως ο κ. Λευκόπουλος. Και προσέθηκεν ευθύς, βλέπων την ηλλοιωμένην μορφήν του παιδός. — Διατί κλαις; — Ήμουν εις το νοσοκομείον, αυθέντη, απήντησε δειλός ο μικρός υπηρέτης, που . . . πέθανε η θεια μου. — Καϋμένο παιδί! Και πλησιάσας ο κύριος του εθώπευσε πατρικώς την κεφαλήν του παιδός.

Και μορφάζων κωμικώς το σπανόν και ευλογιοκομμένον πρόσωπόν του προσέθηκεν: — Όχι από εμένα. Από τον Μέλτον τον Μισακόν δηλαδή. Ίνα δε προλάβη πάσαν άρνησιν ή αποφυγήν του καπετάν-Φαφάνα, προσέθηκεν. — Αν δεν θελήση να μας το 'πη ο καπετάν-Φαφάνας, θα το πη ο Μέλτος ο Μισακός.

Το μαντείον απεφάνθη υπέρ αυτού, και τοιουτοτρόπως ο Γύγης εβασίλευσε. Τούτο μόνον προσέθηκεν η Πυθία ότι οι Ηρακλείδαι θα λάβωσιν εκδίκησιν εις τον πέμπτον απόγονον του Γύγου. Αλλ' ούτε οι Λυδοί, ούτε οι βασιλείς αυτών εφρόντισαν περί αυτής της προφητείας μέχρις ου εξεπληρώθη. Ούτω κατέλαβον την αρχήν οι Μερμνάδαι αφαιρέσαντες αυτήν από τους Ηρακλείδας.

Βέβαια, βέβαια, είπεν ο Πρωτόγυφτος, μη ελθών από πολλού χρόνου εις τοιαύτην εύθυμον διάθεσιν. — Και μάλιστα εις τους καλούς τεχνίτας, προσέθηκεν ο ξένος. — Σωστά. — Έχεις πολλήν υπόληψιν εις την τέχνην, είπεν ο ξένος. Αλήθεια ότι σε ονομάζουν όλοι Πρωτόγυφτον; — Αλήθεια. — Και δικαίως, φρονώ. — Κ' εγώ αυτό λέγω. Ο ξένος εσηκώθη και ητοιμάζετο ίνα απέλθη.

Θα του τα πάρω σου λέω! — Θα πέσης όξω, καπετάν-Παρμάκη! Άκουσε και μένα. Προσέθηκεν ο Γιωργής της Θασίτσας, προσφέρων έν ακόμη ποτόν, το δεύτερονγια της δεύτερες χολές! — Να σ' πω, Γιωργή μου, παιδί μου. Εγώ καθώς πούλησα την «Ελένην μου» έτσι κ' έτσι πεσμένος όξω είμαι, θα του τα πάρω, σου λέω!

Ανάβα όνομα να ιδής κορμί . Εχαιρέτισεν ο ναύκληρος. — Εδώ καράβια χάνονται, και σεις βαρκούλαις πού πάτε ; Προσέθηκεν ο καπετάν-Γιακουμής, και απεσύρθη πίσω εις το καμαρί του με την χρυσόγλυπτόν του κινύραν μισοζαλισμένος. — Κατά φωνή και . . .