United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η Μάρω προσέθετε: — Και περνάει ο Γιάννος και της δίνει μήλο, μήλο δαγκωμένο κι' άλλο φιλημένο!. . . — Α! όχι φιλημένο, δεν πάει φιλημένο!. . . είπεν η Μάρω, γελώσα τον αθώον παιδικόν της γέλωτα. Η Μάρω και εις την θέσιν της αυτήν, την κρισιμωτάτην διά την ζωήν της, ήτο χαρουμένη.

Έφαες το κουλούρι σου κάτω τη μούρη σου! του είπε γελώσα η σύζυγός του, ήτις ισταμένη πλησίον του υιού της, τον περιέβαλε με ακτινοβολίαν στοργής και εγίνετο διερμηνεύς της σιωπής του. Εδώ ν' άλλου αράδα.

— Σ' το πιθάρι τους έχεις, θειά-Γερακούλα, τους γαμπρούς; ηρώτα γελώσα πάλιν και παίζουσα η Φανιώ. Η προσφιλεστέρα όμως ενασχόλησις της Γερακούλας και των θυγατέρων της ήτο η έξω εις τα κτήματα των εργασία.

Ναι, παρετήρησε γελώσα η Κρατήρα, και ρίπτουσα λοξόν βλέμμα εις την κενήν χιλιάρικην· σου έπεσε λίγο! — Όσο γι' αυτό, — ηθέλησε να είπη κάτι τι ο ποιμήν υποτραυλίζων. — Ας είνε, προσέθηκεν η Κρατήρα, και ετοποθέτησε το αντίδωρον υπό τι ποτήριον ανάστροφα επί του αρχαίου της εστίας. Έκαμα εγώ πολλούς σταυρούς για όλους σας. Καλή χρονιά σας! Εχάσατε όμως. Ήτανε πολύ ώμορφα.

Ναφίνης την Πηγή, εξηκολούθησε, και να κυνηγάς τη μια και την άλλη, απού, μα το Θεό πούν' από πάνω μας, όλες δεν αξίζουνε το μικρό τση δαχτυλάκι! Είντα να σου κάμω 'γώ; δεν είμαι τω χρονώ σου να δης πως τσι διαλέγουν τσι κοπελλιές. Αι, Ργινιώ; ... Μα νάχωμε και το νου μας, είπε γελών, να μη σε πιάση ζήλεια. — Φόβον έχω! απήντησεν η Σαϊτονικολίνα γελώσα και αυτή.

Εμπρός μου βλέπω κύπτουσαν και την Βηρσαβεέ, που τον Δαυίδ οπίσω της τον έσυρεν ως πτώμα, κι' ο Προφητάναξ έκραζε «συγχώρει με, Θεέ, το πνεύμα είναι πρόθυμον, αλλ' ασθενές το σώμα». Ω Σαμαρείτις, είδωλον και ξόανον ωραίον, η δροσερά σου λάγηνος τα χείλη μου ας βρέξη, κι' ειπέ γελώσα κι' εις εμέ καθώς 'στόν Ναζωραίον πως άνδρα δεν εγνώρισες, ενώ επήρες έξη.

Τι να προτιμήσουν; εκείθεν πάλη αδιάκοπος, εδώθεν ηρεμία και γαλήνη!. . . Ο Γιάννος συνεκινήθη προ των δύο τούτων εικόνων, διαφόρων φάσεων ζωής πολυκυμάντου κ' έκλινεν ήδη να πιστεύση εις τους λόγους της Κυρά Ρήνης η οποία επροχώρει πάντοτε, γελώσα κ' επαναλέγουσα: — Ελάτε πίσω και δε σας πειράζω.

Διό επανελάμβανε γελώσα και πηδώσα προ του αδελφού της, ενώ η πλούσια κόμη της εκυματούτο εις τον άνεμονΚαι περνάει ο Γιάννος και της δίνει μήλο, μήλο δαγκωμένο κι άλλο φιλημένο!. . . Αίφνης ο Γιάννος της ήρπασεν από χαμαί την χρυσήν κτέναν των μαλλίων της η οποία της έπεσεν όταν επήδα. — Δος μου την, Γιάννο μ', δος μου την είπεν τείνουσα τας χείρας.

Ας είνε, είπε, θα ιδούμε· σήμερα Τρίτη, ως την Κυριακή που θα είνε η εκλογαίς, θα μας φωτίση ο Θεός τι να κάνουμε . . . — Όχι! Όχι! έκραξεν η γυνή γελώσα ακουσίως, αρχίσασα φαίνεται και αυτή να εννοή το κωμικόν της θέσεως. Όχι! Όχι! Και εκτύπησε θορυβωδώς τον δεξιόν γρόνθον επί της παλάμης της αριστεράς. — Όχι ! Να δώσης τώρα το λόγο σου ! Ν' αποφασίσης τι θα κάμης.

Και πάλιν γελώσα, πεπεισμένη πλέον περί της αληθείας και προσπαίζουσα με την απλότητα της θείας της, απέτεινε προς αυτήν πλαγίως την παιγνιώδη πείραξιν, ερωτώσα τον άνδρα της: — Την είδες λοιπόν την θεια-Αννούσατον Άη-Διονύσιο; . .