Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Αι νεάνιδες εκ περιεργείας επροχώρησαν προς την λόχμην, όθεν εγένετο άφαντος ο ληστής και εθεώρουν το δάσος. — Μα πώς πέρασε! Έλεγεν η Ελένη απορούσα. — Ένας τενεκές! ανεφώνησεν αίφνης η μικροτέρα, ιδούσα εκεί εν μέσω των θάμνων δοχείον κυλινδρικόν εκ λευκοσιδήρου. Ο γέρων, ως αρχαίος πλοίαρχος, έχων γνώσιν τοιούτων εκτάκτων ευρημάτων, ητένισε περιέργως προς την Φανιώ. — Φέρε τον εδώ! λέγει.

— Σ' το πιθάρι τους έχεις, θειά-Γερακούλα, τους γαμπρούς; ηρώτα γελώσα πάλιν και παίζουσα η Φανιώ. Η προσφιλεστέρα όμως ενασχόλησις της Γερακούλας και των θυγατέρων της ήτο η έξω εις τα κτήματα των εργασία.

Θάχης χαρτιά και καλαμάρια και πέννες. Τα κορίτσια εγελούσαν. Ήσαν και αυτά φαιδρά και καλοκάγαθα, σεμνά της καλής μητρός αποτυπώματα. — Εσένα... εξηκολούθει η Γερακούλα... — Πόσες θυγατέρες έχεις, θα πω; διέκοπτεν η μικροτέρα, φαιδροτέρα και ξανθοτέρα. — Εσένα, Φανιώ μου, έλεγε προς την τελευταίαν, εσένα θα σου δώσω γιατρό! — Ω! έκαμναν θόρυβον αι άλλαι, ζηλεύουσαι τάχα.

Εστεφανώνετο η μικροτέρα και ξανθοτέρα θυγάτηρ, η αιθέριος και τρυφερά νύμφη, η τελευταία Νεράιδα του χωρίου, η εικοσαέτις Φανιώ.

Καλά που ήλθατε, είπε την τελευταίαν στιγμήν η έξω πρότερον αναμένουσα. Μου είπανε πωςτην Κεχρεά μας τα μαζώξανε τα φύλλα. — Αύριο πρωί-πρωί θα πάμε όλοι· απήντησεν η ηλικιωμένη γυνή. — Σου φέραμε κάτι φύλλα, Φανιώ, είπεν η μεγαλειτέρα των νεανίδων, που το καματερό μας θα βρη τη χαρά του. Να ιδής μεγάλα και τρυφερά. Γυρίσαμε όλη τη Γλώσσα.

Ταχέως συνελθών ο καπετάν-Θοδωρής εκ της πρώτης εκπλήξεως συνήθροισε τα εκχυθέντα νομίσματα, τα οποία εξαισίως έλαμπον υπό τον φλέγοντα ήλιον. — Σωπάτε! Δεν σας είπα ότι εδώ μέσα είνε η μοίρα σας; Γλήγορα να φύγωμεν. — Σαν είνε του χωροφύλακα; ηρώτησεν η Φανιώ. — Αυτό είνε θησαυρός κεκρυμμένος, είπεν ο πατήρ. Αυτό είνε παληό πράμμα. Και προσεπάθει να επανακλείση το δοχείον.

Ναι γιατί, Μα, να μας λένε; Εγώ δεν θέλω, επανελάμβανεν η μικροτέρα και ξανθοτέρα, ένα αιθέριον πλάσμα νύμφης και δρόσου και ορεινής ευωδίας, η ωραία και ξανθή Φανιώ. — Μακάρι νάσαστε! έλεγεν η μήτηρ, πλύνουσα συγχρόνως εις το διαυγές ύδωρ την σκονισθείσαν εκ της πορείας μανδήλαν της. — Τι λες και συ, θα πω; — Μακάρι νάμαστε, να τους πάρουμε τη μιλιά, να μη μιλούνε για μας.

Εγώ θέλω καπετάνιο, παρεπονείτο η Φανιώ, παίζουσα και αστεϊζομένη, κ' έκαμνε πως κατέβαζε τάχα τα μούτρα, καταγινομένη εις της μπαμπακούλες. — Καπετάνιο! απεκρίνετο η Γερακούλα μετά τινος μυστικού πόνου· και εσιώπα, αφαιρουμένη εις τα ζωηρά της φλογός παιγνίδια. — ! ανεστέναξε τότε ο γέρων, ακούσας ως εν ονείρω την οδυνηράν λέξιν και αφυπνισθείς.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν