Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ο Αγκούτσας, με το ηλιοκαές και ρικνόν πρόσωπον, με τα πυκνά αχτένιστα μαλλιά, έμεινε σύνοφρυς επ' ολίγα δευτερόλεπτα και έπειτα είπε·Τι μ' δίνεις, Στάθη, να κατηβώ εγώ, να σ' τσ' ανεβάσω; — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ο Στάθης. — Τουλόου σ', Στάθη, έχεις γ'ναίκα και πηδιά . . . Άφσε να κατηβώ ηγώ, απ' δεν έχου στουν ήλιο μοίρα. — Ο Στάθης εσιώπα.

Έβλεπα τας ξανθάς τρίχας της αθώας εκείνης κεφαλής, και ανελογιζόμην τα από του εξώστου μας φαινόμενα πλοία και ανεπόλουν μετά φρίκης όσα ήκουσα περί των εις Σμύρνην και εις τας Κυδωνίας υπό των Τούρκων διαπραχθέντων. Εβάδιζα σιωπών και περίλυπος. Η μικρά εσιώπα επίσης, αλλ' ησθανόμην τα δάκτυλα της ανήσυχα εντός της χειρός μου.

Ο μεν Κροίσος ταύτα είπεν· ο δε Κύρος, λύσας τα δεσμά του, τον εκάθισε πλησίον του και εφέρθη προς αυτόν μετά μεγάλου σεβασμού· αυτός ο ίδιος και οι περί αυτόν τον παρετήρουν μετά θαυμασμού. Εν τούτοις ο Κροίσος, παραδεδομένος εις τας σκέψεις του, εσιώπα.

Κι είχαμε, κάμει κι ένα τάξιμο πέρυσι το Δωδεκάμερο, αλήθειά, παπαδιά; είπεν αίφνης, στραφείς προς την συμβίαν του ο ιερεύς. Η παπαδιά τον εκοίταξεν ως να μην ενόει. — Οπού ήταν άρρωστος αυτός ο Λαμπράκης, επανέλαβεν ο ιερεύς, δεικνύων τον δωδεκαετή υιόν του. Θυμάσαι το τάμα που κάμαμε; Η παπαδιά εσιώπα.

Την αυτήν εκείνην ημέραν ο θείος της μητρός μου, δι' αμοιβών γενναίων και μεγαλειτέρων έτι υποσχέσεων, έπεισε νέον χωρικόν να μεταφέρη διά παντός τρόπου επιστολήν του εις Ψαρά. Έγραφε ζητών της φυγής τα μέσα. ― Ας έλθη πλοίον, έλεγε προς τον πατέρα μου, και συ αν θέλης μείνε εδώ. Φθάνει μόνον να έλθη εν καιρώ! Ο πατήρ μου εσιώπα, αλλ' εφαίνετο διστάζων.

Έλεγεν ένα στίχον ο Μέλτος ο Μισακός, κ' εσιώπα κατά το έθος των Δωδεκανήσων, αναμένων να τον επαναλάβη τώρα, μόνη της, από μέσα από τα παθητικά σπλάχνα της, μετά πόνου, η χρυσοκέντητος Μαριγούλα , ως κλαύμα πάντοτε, ως παράπονον πάντοτε.

Ο «βασιλεύς της κομψότητος» ήτο πλέον δι' αυτόν φορτίον. Όταν ο Πετρώνιος εσιώπα, ο Νέρων διέβλεπε μομφήν εις την σιωπήν του, όταν επεδοκίμαζεν, ο Νέρων ενόμιζεν ότι διέκρινεν ειρωνείαν εις τους επαίνους του. Ο μέγας Πατρίκιος εξηρέθιζε την φυλαυτίαν του και εξήπτε το μίσος του.

Ο άνθρωπος εσιώπα έντρομος, αλλ' ο Ιησούς ευχαριστηθείς από την τόλμην και την πίστιν την οποίαν εμαρτύρει η πράξις, είπεν αυτώ: «θάρσει, τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Ο Κύριος είχε παρατηρήσει ήδη πρότερον την δυσμενή εντύπωσιν την οποίαν επροξένουν οι εκπληκτικοί ούτοι λόγοι εις τους παρισταμένους.

Ο Στάθης ήρχισεν άλλην ομιλίαν, ωμίλει διά τα καθέκαστα του γάμου, διά τους καλεσμένους, οι οποίοι ήσαν τόσον πολλοί, ώστε δεν θα τους εχώρει το σπίτι . . . Είνε τω όντι φαντασμένος αυτός ο γαμβρός. — Μην το λες, και κακιών' η αδερφή μας, είπε μειδιών ο Θανάσης. — Εμένα μ' έχεις αδερφό, είπεν ο Στάθης· τον Γρηγόρη δεν τον έχεις ακόμα τίποτε. Η Αφέντρα είχε χαμηλωμένα τα όμματα κ' εσιώπα.

Ως πότε θα μαστε λεύτεροι; εξηκολούθησεν ο Καραγιάννης. Ο Αντωνέλλος εσιώπα. — Αυτή τη φορά δε θέλω να μου κάνης το βουβό, παράξενε. — Τι θες να σου πω; είπε σιγά ο Αντωνέλλος. — Να μου πης τη γνώμη σου εγώ δε θέλω πλιο νάμαι λεύτερος· μόνο βρίσκω σωστό να κάμης εσύ την αρχή, σαν πιο μεγάλος. Οι παλμοί της καρδίας του Αντωνέλλου εδιπλασιάσθησαν. — Έχω την αδερφή μου, καπτά Γιάννη

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν