United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !
— Τους προξενητάδες και της προξενήτρες ας τους στέλνουν άλλοι· εμείς καλλίτερα εξηγούμαστε μεταξύ μας, αλήθεια; — Μη με παιδεύης, καπτάν Γιάννη, είπεν ο Αντωνέλλος με φωνήν τρέμουσαν ελαφρώς· ξέρεις πόσο σε σέβομαι και σ' αγαπώ . . . Ο Καραγιάννης έβαλε την χείρα επί του ώμου του Αντωνέλλου. — Αδελφέ Αντωνέλλο, είπε με φωνήν συγκεκινημένην, σου ζητώ για γυναίκα μου την Μπέλλα· μου την δίνεις;
Ήξευρεν επίσης ότι δεν εννοούσε να κάμη γάμον εκ συμφέροντος, διότι πολλάκις είχαν συζητήση επ' αυτού του αντικειμένου. Εσχάτως όμως ο Καραγιάννης εδείκνυε ανυπομονησίας σημεία, εννόησε δε από μερικάς φράσεις του, ότι τον εβάρυνε πλέον αυτή του η θέσις — Τι ευχή! έως πότε θα περιμένη ένας; όσο για την αδελφή, είμαι εις θέσι να φροντίσω.
— Ωσάν σφυρί εκτυπούσε η καρδιά του Αντωνέλλου. Εκινείτο επί του καθίσματός του, δεξιά και αριστερά· δεν ήξευρε τι να πη και με προθυμίαν θα ετρέπετο εις φυγήν, αν εμπορούσε. Ο Καραγιάννης εξηκολούθησε. — Εμείς είμαστε σαν αδέρφια· γιατί να βάνωμε ξένους στα μυστικά μας; Ο Αντωνέλλος ησθάνετο ότι ίδρωνε.
Ούτος ητοιμάζετο ν' ανέλθη εις το κατάστρωμα, όταν ο Καραγιάννης τον εκράτησε· εις το πρόγευμα είχε πιη ένα ποτήρι περισσότερον και ήτο εύθυμος. Έχω να σου μιλήσω, Αντωνέλλο, του είπε. Ο Αντωνέλλος επανεκάθησε. Κάτι προεμάντευε, κάτι προησθάνετο και η καρδία του έπαλλε. — Βρε αδελφέ, Αντωνέλλο, εγώ βρίσκω πως είνε καιρός πλιο να ιδούμε και μεις τι θα κάμωμε. Ο Αντωνέλλος δεν απήντησε.
Ήτο ο Καραγιάννης κατά δέκα έτη νεώτερος του Αντωνέλλου, υψηλό, μελαγχροινό, εύμορφο παλληκάρι και κατ' αυτού, πολλαί γυναικείαι κανονοστοιχίαι ήσαν στημέναι διαρκώς, επί πολύν καιρόν όμως χωρίς αποτέλεσμα. Είχε και ο Καραγιάννης αδελφήν ελευθέραν, πολύ θελκτικήν, ήτο δε και νεώτερος του Αντωνέλλου και δεν εβιάζετο· θαρρείς εκαμάρωνε κ' επερίμενε.
— Και εγώ έχω τη δική μου· τι πειράζει; θα φροντίσουμε και κατόπι. Ο Αντωνέλλος εκίνησε την κεφαλήν, χωρίς ν' απαντήση. — Άκουσε, Αντωνέλλο, είπεν ο Καραγιάννης αν η Μπέλλα πανδρευότανε, δε θ' αρχότανε και η δική σου αράδα; Ο Αντωνέλλος ήκουε τώρα τους παλμούς της καρδίας του: τόσον ήσαν σφοδροί! — Τι θες να πης; ηρώτησε σιγανά.
— Για να σου πω, καπτά Γιάννη, πόσα χρήματα έχω να πάρω; Ο Καραγιάννης εγέλασε. — Τι τα θες; τον ερωτά. — Τα θέλω! — Πιάς' το τεφτέρι και κύταξε. — Δος μου το κλειδί του συρταριού σου. ο Καραγιάννης του το έδωσε, με το γέλοιο πάντοτε.
— Ποτέ, ποτέ, εμονολόγει ο Αντωνέλλος, επανερχόμενος όμως πάντοτε εις τας αυτάς σκέψεις αίτινες τον εβασάνιζαν τρομερά. Το ταξείδι των δύο φίλων, την φοράν εκείνην διήρκεσεν ολόκληρον έτος — έτος μοιραίον διά τον Αντωνέλλον. Ήξευρεν αυτός προ πολλού ότι ο Καραγιάννης εζήτει ν' αποκατασταθή, και ότι δεν είχε παρά να εκλέξη.
Ευρίσκοντο εις μεγάλην αμηχανίαν, όταν εμβήκεν. Ο Καραγιάννης . . . — Έρχομαι από το σπίτι σου, είπε εις τον Αντωνέλλον. Το αίσθημ' αυτό ο Αντωνέλλος το έκρυψεν εις τα βάθη της καρδιάς του· δεν ωμιλούσε ποτέ δι' αυτό, εμονολόγει μόνον συχνά πυκνά, ευρίσκων ανακούφισιν του πόνου του εις το κρυφόν αυτό παραλήρημα . . .
Και ο Καραγιάννης, ο πλοίαρχος και φίλος του, ήτο γαμβρός περιζήτητος διότι, προς τοις άλλοις, ήτο και πλούσιος. Ήσαν οι δύο φίλοι στενοί και μόνον ο Καραγιάννης είχεν επιρροήν επί του Αντωνέλλου, τον οποίον κατώρθωνεν ενίοτε, να παρασύρη εις καμμίαν συναναστροφήν.
Λέξη Της Ημέρας