United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο άνεμος έπνεεν από των Ερημονήσων και η σκούνα προήγε πάντοτε προς τα εμπρός, χρονιάρα νύμφη θαρρείς, και έβγαινεν εις τον κάβο του χορού με μανδήλι μεταξωτό, ασπρογάλαζο μανδήλι, τας γαλανάς νησίδας, τας οποίας, ιδού γελώσας, προσπαθεί να παρασύρη εις τον δρόμον της τον ταχύν, γαλανήν συντροφίαν. Προχωρούσης της ημέρας όμως ο άνεμος εκόπασε. Και τέλος έσβυσεν ολοτελώς. Γαλήνη πλέον.

Εάν συνέβαινε να παρασύρη ο ποταμός το μερίδιον κατοίκου τινός, μετέβαινεν ούτος προς τον βασιλέα και εφανέρονε το γεγονός. Τότε ο Σέσωστρις έπεμπεν επιθεωρητάς διά να μετρήσωσι κατά πόσον ο αγρός εμειώθη, όπως ελαττωθή ο φόρος και πληρόνη εις το εξής αναλόγως του μείναντος μέρους. Εις την περίστασιν ταύτην νομίζω ότι εφευρέθη η γεωμετρία ήτις εκ της Αιγύπτου ήλθεν εις την Ελλάδα.

Ανεγνώριζεν ήδη ότι αυτό το τεμάχιον της καλάμου έγεινεν η αιτία να πράξη εκείνο το ανόμημα· ότι ήτο αυτό η επικίνδυνος προαγωγός που την παρέδωκεν εις τον τυχόντα και ολίγον έλειψε να την παρασύρη εις τα έσχατα.

Τοιαύται λογίζονται κυρίως αι τάξεις των ποιμένων, των αλιέων, των γεωργών, των πολεμιστών. Πρέπει λοιπόν εκείσε να προσδράμη τις και να σταχυολογήση πριν ή η πλημμύρα του νέου πολιτισμού εισβάλη μέχρι των κρυψώνων εκείνων και παρασύρη και πνίξη παν ό,τι ανελπίστως και θαυμασίως διεσώθη. «Ξεραίς παλαμονίδαις...» σ. 140 Παλαμονίδα είδος σκληράς ακάνθης. Όνωνις των αρχαίων Ononis spinosa.

Λοιπόν ας προσέχωμεν τελείως τον απατηλόν λόγον μήπως αυτός που είναι νεοπρεπής παρασύρη ημάς τους γέροντας και χωρίς να τον αντιληφθώμεν μας γελοιοποιήση, και φανώμεν ότι ζητούμεν τα μεγάλα και χάνομεν τα μικρά.

Εν τω νοσηρώ εκείνω δωματίω, με ολίγον φως ερχόμενον από τινος φεγγίτου την ημέραν, με ολιγώτερον την νύκτα, με μαύρον ψωμί, με το ψύχος και τας στερήσεις, γονυπετή και αλυσσίδετον προσεπάθει η Κυρά Ρήνη να παρασύρη αυτόν εις τας παραλόγους επιθυμίας της.

Πρόσθεσε, κύριε, την γενναιοδωρίαν σου εις το ιδικόν μου βάρος, υπέλαβεν ο Χίλων· ειδεμή ο άνεμος θα παρασύρη το φιλοδώρημα. — Πράγματι, δεν αξίζεις όσον ο Βιτέλλιος, είπεν ο Καίσαρ. — Έ! θείε τοξότα, το πνεύμα μου δεν είναι από μόλυβδον. — Βλέπω ότι ο Νόμος δεν σου απαγορεύει να με ονομάζης θείον.

Ειδοποιηθείς τοιουτοτρόπως ο Κύρος, εσκέπτετο με ποίον τρόπον επιτηδειότερον να παρασύρη τους Πέρσας εις αποστασίαν· ιδού δε τι ενόμισεν αρμοδιώτερον το οποίον και εξετέλεσε.

Ρύακες κατακίτρινοι, σχηματισθέντες εν τω άμα, εισώρμησαν εις τα υπόγεια των οικιών και μαγαζείων, μετά βοής, όλην την νύκτα ρέοντες, καθ' ην οι άνθρωποι επτοημένοι ηγρύπνησαν, ως να ικέτευον τον Θεόν διά τον υπερβάλλοντα εκείνον καθαρισμόν, όστις ηπείλει να παρασύρη, μετά των ρύπων, κ' έπιπλα και ζώα και ανθρώπους.

Και ο Καραγιάννης, ο πλοίαρχος και φίλος του, ήτο γαμβρός περιζήτητος διότι, προς τοις άλλοις, ήτο και πλούσιος. Ήσαν οι δύο φίλοι στενοί και μόνον ο Καραγιάννης είχεν επιρροήν επί του Αντωνέλλου, τον οποίον κατώρθωνεν ενίοτε, να παρασύρη εις καμμίαν συναναστροφήν.