United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αύριο να τραβήξουμε, παιδιά, για τον Τσουγκριά. Έχουμε καιρό να πάμε. Και είναι καιρός της ζαργάνας. Σεπτέμβριος μήνας, και πέφτει εκεί ψάθα. Δεν ετελείωσε την ομιλίαν του ο καπετάν Γιάννης, μ' ένα μεταξωτό μανδήλι εις τον σκούφον του γύρω, και παραιτήσας το κουτάλι έξαφνα λέγει·Δεν μ' αρέσει, παιδιά, ο καιρός απόψε. Και έρριψε βλέμμα περίφροντι προς την ωραίαν τράταν του.

Διά να είπη όμως αυτά η σακκορράφα ετεντώθη τόσον, ώστε εξεκαρφώθη από το μανδήλι και έπεσεν εις τον νεροχύτην, όπου η μαγείρισσα εξέπλυνε τα πινάκια. — Και τώρα! είπεν η πτωχή σακκορράφα. Τώρα; Καλόν κατευόδιον! Φθάνει μόνον να μη χαθώ. Και πραγματικώς εχάθη, και με τα ακάθαρτα νερά κατήντησεν από τον νεροχύτην να ευρεθή εις το αυλάκι τον δρόμου. — Είμαι παραπολύ καλή διά τον κόσμον, έλεγεν.

Οπόταν δε αυτή ήθελε να έμβη εις την καλύβαν διά να τελειώση την θυσίαν της εσήκωσεν ένα χρυσόν μανδήλι, που είχεν εις την κεφαλήν, και που της εσκέπαζε τους οφθαλμούς, το οποίον έως εκείνην τη ώραν με είχεν εμποδίσει να την γνωρίσω με όλον που ήμουν εκεί σιμά.

Αφού συνέλεξεν ικανά βότανα και εκ του είδους των ιαματικών τούτων, τα οποία ετύλιξεν εις χωριστόν μανδήλι εντός του καλαθιού, και η ώρα έκλινεν ήδη προς το δειλινόν, και ο ήλιος επλησίαζεν εις την κορυφήν του βουνού, εντός του ρεύματος βαθεία ήτο η σκιά, και ο θρους των βημάτων της αντήχει ως δούπος σκληρός εις το βάθος της ψυχής της.

Αλλ' αντί να την πετάξη, η μαγείρισσα έσταξε βουλοκέρι εις την άκραν της σπασμένης σακκορράφας, και έπειτα εκάρφωσε με αυτήν το μανδήλι της εις το στήθος της. — Λοιπόν, έγεινα καρφίτσα τώρα, είπεν η σακκορράφα. Εγώ το ήξευρα ότι κάτι θα γείνω μίαν ημέραν! Όταν κανείς το έχει μέσα του, θα υπάγη εμπρός, όπως και αν γυρίσουν τα πράματα.

Την νύκτα οι χωροφύλακες καθήμενοι αργά εις το καφενείον του τον ήκουον συχνά ν' αναστενάζη, και καμμιά φορά τον έβλεπον να σπογγίζη τα μάτια του με ένα ωραίο μανδήλι, δώρον του Χρυσού.

Τι ευχάριστον πράγμ' αυτό! όσο τα βλέπω, μου έρχεται πάντα να ρίψω μέσα κανένα γράμμα . . . Τοιούτος ήτο παιδί όταν τον εγνώρισα και ο ίδιος έμεινε όταν ηνδρώθη. Ισχυρότερός του εγώ οικονομικώς, τον εβοήθησα εις τας εργασίας του και με ηγάπα πολύ, δεν θα απορήσετε δε όταν σας ειπώ, ότι οσάκις ωμίλει περί των εργασιών μου, ένα μανδήλι δεν τον έφθανε να σπογγίζη τα μάτια του.

Οι πλείστοι εκ των τελευταίων είχον την αυτήν με τους χριστιανούς υπόδυσιν, στιβάνια απλά ή τσαρδίνια σχιστά, σφιγγόμενα δι' ιμάντων, ώστε να προσαρμόζονται τελείως εις την κνήμην. Τα διακρίνοντα κυρίως τους Τούρκους από τους Χριστιανούς ήσαν τα ζωηρά και ανοικτά χρώματα του ιματισμού. Και εκ των Χριστιανών πολλοί περιέβαλλον το φέσι με μανδήλι, αλλά σκοτεινού μάλλον χρωματισμού.

Ήσθμαινεν αυτός, ήσθμαινε και το ζώον. Ήτον πρωί ακόμη, αρχαί Ιουνίου, έβαινε προς τα δυτικοβόρεια της εξοχής, κ' είχε τον ήλιον οπίσω του. Και με πλατύ κόκκινο μανδήλι αδιαλείπτως εσπόγγιζε τον ιδρώτα από το πρόσωπόν του. Κ' ήτον άρρωστος υπέρ τα δύο έτη, κ' είχε σωθή και αναλύσει όλος από την αδυναμίαν και ισχνότητα, κ' είχεν ακόμη το διπλάσιον βάρος συνήθους ανθρώπου.

Ενίκησε τους τελευταίους ενδοιασμούς της δειλίας η συναίσθησις της ιεράς αποστολής του. Ότε έφθασεν εις την θύραν, ο γέρων, όστις τον ηκολούθει παρά πόδας, έθιξεν ελαφρώς το ράσον του. Ο ιερεύς, με τον ένα πόδα επί του κατωφλίου, εστάθη και έστρεψε την κεφαλήν. Η ξανθή του κόμη εκυμάτιζε λυτή επί του αυχένος του. — Παππά μου, μη εγγίσης το μανδήλι εις το πρόσωπόν του.