United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι τρέχουν δεξιά και αριστερά, συγκρούονται και θραύουν ποτήρια και πινάκια. Ο φέρων επί της κεφαλής ταβλάν υπηρέτης σκοντάπτει, πίπτει και σκορπίζει κατά γης τα πιλάφια, τα γιαούρτια και τους ντολμάδες. Η ώρα εν τούτοις προχωρεί και τίποτε δεν είνε έτοιμον. Άμα διορθωθή μία ζημία διαδέχεται αυτήν άλλη μεγαλειτέρα.

Οπωσδήποτε ο θυμός έκοψε το νήμα διά του οποίου εσχεδίαζε να έλθη εκ του φαγητού εις τα περί του συνοικεσίου του, ώστε απετελείωσε το πρόγευμά του εν σιωπή. Αλλ' ότε η Φλουρού εσήκωσεν από την τράπεζαν τα πινάκια, ανεκάλυψεν αίφνης νέαν αφετηρίαν προς έναρξιν των εκμυστηρεύσεών του. Παρετήρησε διά πρώτην φοράν μίαν παλαιάν τρύπαν εις το τραπεζομάνδηλον.

Ολόγυρα εις τους τοίχους, υψηλά άνω των υπερθύρων και υπό τα γείσα της στέγης, ωραία μικρά πινάκια παλαιών χρόνων ήσαν εγκολλημένα, σχηματίζοντα μέγαν σταυρόν επί της χιβάδος του Ιερού βήματος προς ανατολάς, μετά υποποδίου εις σχήμα ανεστραμμένου Τ εκ πέντε άλλων πινακίων, και άλλους δύο σταυρούς δεξιόθεν και αριστερόθεν, ύπερθεν των δύο παραθύρων του χορού, και τέταρτον σταυρόν άνωθεν της φλιάς της εισόδου, δυσμόθεν.

Τον ανέναντι δε τοίχον εστόλιζον, ανακείμενα με επιδεικτικήν παράταξιν εις το ράφι, πινάκια και αγγεία με διαφόρους παραστάσεις και κοσμήματα έγχρωμα, κάνιστρα και καλαθίσκοι αχυρόπλεκτοι, νεανικά κομψοτεχνήματα της οικοδεσποίνης· και υπό το ράφι, εκατέρωθεν των δύο παραθύρων, τα όπλα του Μουστοβασίλη και σειρά μάκτρων λευκών, επιδεικνυόντων τας ποικιλμένας παρυφάς των.

Η δε Ιωάννα, ζαλισθείσα υπό του οίνου και των κραυγών των περί αυτήν καλογήρων, οίτινες εδίδασκον ήδη τα πινάκια να χορεύωσι και τα ποτήρια να πετώσιν, ηγέρθη ησύχως και εξήλθε της Επισκοπής, ακολουθούμενη υπό του πιστού Φρουμεντίου.

Διά τούτο ηναγκάσθησαν, φέροντες τα αλιευτικά των εφόδια, να έλθουν πεζή, χωρίς κανείς να τους έχη στείλει. Τώρα, με γάντζους, με απόχες, με σχοινία και με κοντάρια, έκαμναν ό,τι μπορούσαν ανασύροντες πότε-πότε μεγάλα πινάκια, υπερμεγέθεις σουπιέρες, με καλύμματα και με κουτάλας πηλίνας ακόμη, ενίοτε δέσμας σιδηρών ράβδων κλπ.

Ο καπετάν-Θοδωρής, καθήμενος εις τον καναπέ και ροφών τον ναργιλέ του τον πεφιλημένον, τον οποίον του ημπόδισαν οι ιατροίέκαμνε κατάχρησιν τας ημέρας εκείναςόλος χαρά και αγαλλίασις, ο υπερήφανος και ευγενής γέρων καπετάνιος, έβλεπε τον μέγαν χορόν, όστις εκλόνιζεν εκ θεμελίων την οικίαν όλην· κ' έτριζε το πάτωμα το καινουργές, κ' έτριζον τ' αγγειοπλαστικά κομψοτεχνήματα, ποτήρια και πινάκια επί των μακρών αραφίων.

Ο μεσημβρινός καύσων, ευαρέστως μετριαζόμενος από το σκότος του δωματίου, η άκρα σιωπή, διακοπτομένη από μόνην έξω των τεττίγων την μονότονον μουσικήν, εντός δε της οικίας από τας ελαφράς κινήσεις της παππαδιάς τοποθετούσης τα πινάκια εις την θέσιν των, — ο κάματος του χορτασθέντος παππά, — ο απαλός επί του καναπέ τάπης, τα πάντα προσεκάλουν τον ύπνον.

Εγώ δε και διά τα άλλα τον κατέκρινα, διότι παρ' ολίγον ν' αναμίξη εις τον λόγον του ζωμούς και πινάκια και εδάκρυεν εις την ανάμνησιν των τηγανιτών• αλλ' εκείνο διά το οποίον προ πάντων τον εθεώρησα ασυγχώρητον είνε ότι πριν ή αυτοκτονήση δεν έσφαξε και τον συγγραφέα.

Τα έπιπλα και τα σκεύη του σπιτιού ήσαν ανεπαρκή διά την έκτακτον εκείνην περίστασιν και είχαν δανεισθή από την γειτονιάν καθέκλες και τραπέζια, τα οποία επροσπάθουν να συναρμόσουν διά να σχηματίσουν μεγάλην τράπεζαν επαρκή διά τους προσκεκλημένους. Τα πολύτιμα πινάκια είχαν κατεβασθή και τα μάκτρα τα «ξομπλιαστά» εξεκρεμώντο από το ράφι, διά να τεθούν εις την τράπεζαν.