Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Οι δασκάλισσες τάχα; — Μη φοβάσαι· οι δασκάλισσες τα μάθανε &να διαβάζουντο τι θα διαβάζουνε, δεν είναι δική τους δουλειά. Είναι δουλειά της έρμης της τύχης. Κ' επειδή η τύχη δεν τάφερ' ακόμα ως εδώ τα φράγκικα τα παραμύθια, οι χωριατοπούλες μας, σα μάθουν τα γράμματα και νοικοκυρευτούν, τα βάζουνε στο ράφι μαζί με τάλλα προικιά τους. Τι κακό ως τόσο γίνεται μέσα σε κείνο το περιβόλι!

Το ίδιο κ' ένα έθνος θα δυναμώση, σαν το θρέψης με τα κόκκαλα τα ιερά της Ιστορίας. Και τι βγαίνει απ' αφτά που λέμε; Βγαίνει τάχατες πως πρέπει να κάνουμε σαν τον Ιουστινιανό, και να βάλουμε στο ράφι την Αθήνα; Ο θεός φυλάξη! Ο αγαπητός μου ο Ν. Γ. Πολίτης έδειξε στον Αγώνα του Λαμπρίδη , πως τόνομα «Έλλην» έχει και στο μεσαιώνα, έχει και στο Βυζάντιο, τα περγαμηνά του.

Πάντων οι οφθαλμοί εστράφησαν προ το μέρος εκείνο και ορθή επάνω εις το ράφι, χασμωμένη ως αν είχε διακοπή ο ύπνος της και κάμπτουσα ως τόξον την ράχιν, επεφάνη εις τους εκπλήκτους θεατάς υγιής και ανέπαφος η Σεμίρα.

Στην αρχή, ίσως με σκοπό να μας κοροϊδέψη, μας έκλεψε κάμποσους προγόνους, έβαλε και τον Αλέξαντρο μέσα. Μα ύστερα, σαν κατέβηκε ο άλλος ο ζωντανός ο Αλέξαντρος, και με μια γερή σκουντιά τονε ξύπνησε, έβαλε ο Στόικος στο ράφι τα παραμύθια, κι άρχισε τη δουλειά του.

Και για την τύχη τη δική μου και για τη δική σου την τύχη. Τι καλό είδαμε τόσα χρόνια σε τούτον τον τόπο; Οι ανθρώποι εδώ απογίνανε, δεν είνε να ζήση κανείς. Όλο και το συμφέρον, ο παράς κυβερνάει τον τόπο μας. Πρόστυχοι ανθρώποι, βλέπεις, χωρίς ανατροφή, Χωρίς ευγένεια απάνω τους. Όλες οι κοπέλλες μένουνε στο ράφι.

Τα έπιπλα και τα σκεύη του σπιτιού ήσαν ανεπαρκή διά την έκτακτον εκείνην περίστασιν και είχαν δανεισθή από την γειτονιάν καθέκλες και τραπέζια, τα οποία επροσπάθουν να συναρμόσουν διά να σχηματίσουν μεγάλην τράπεζαν επαρκή διά τους προσκεκλημένους. Τα πολύτιμα πινάκια είχαν κατεβασθή και τα μάκτρα τα «ξομπλιαστά» εξεκρεμώντο από το ράφι, διά να τεθούν εις την τράπεζαν.

Θαρρώ πως τόνε θωρώ ... Και πε μου δα, παιδί μου, είπε προς τον Μανώλην με το περιποιητικώτερόν του μειδίαμα, είντα καλά μας ήφερες από τη μάντρα; Μυζίθρες, αθόγαλο; — Δεν ήφερα πράμμα, απήντησεν ο Μανώλης, αποσπασθείς από την έκστασιν με την οποίαν παρετήρει τα μικρά κάτοπτρα, που ήσαν ανηρτημένα κατά σειράν εις το ράφι της καφεταρίας και σειόμενα εσχημάτιζον διάφορα παιγνίδια φωτός.

Επήρα το ταψί μου, και να το αυτό είνε! βρίσκετ' ακόμα, ύστερ' από σαρανταοχτώ χρόνια». Εσηκώθη, ύψωσε την χείρα της εις το ράφι, και μου επαρουσίασε χάλκινον αγγείον παλαιόν, ολίγον τρύπιον εις την μίαν άκρην.

Λεφτό δεν είχα, ούτε πολύτιμο κανένα μέσ' την κασέλλα μου, έξω απ' το δαχτυλίδι του αρραβώνα που φορούσα. Είχα μερικά χαλκώματα. Επήρα ένα ταψί που είχα, καινούριο, κατακόκκινο, νάτο, εκεί βρίσκεταιέδειξε προς ένα ράφι, επί του οποίου ήσαν ολίγα χάλκινα σκεύη — κ' επήγα στην γειτόνισσά μας την Παναγήνα.

Η γραία έδειξεν εις την Αμέρσαν την μικράν φιάλην με το ρακί, εις το μικρόν ράφι άνωθεν της εστίας, και της ένευσε να βάλη στο ποτηράκι, διά να πιή ο Κωνσταντής. — Δεν έχει κανένα σύκο; . . . ηρώτησεν ούτος, άμα έλαβε το ρακοπότηρον από την χείρα της γυναικαδέλφης του.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν