Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Έτσι και τα χώματα τα Ελληνικά θα μένουνε σ' ελληνικά χέρια, και ο λαός θα βρίσκει καλή δουλειά και θα γλυκαίνεται και θα μνήσκει στον τόπο του και θα πληθαίνει και θα πλουταίνει, χωρίς να πηγαίνει σε ξένους τόπους για νάβρει καλλίτερα. Το ίδιο να κάνουμε και στο ελεύθερο βασίλειο. Να γίνουν μεγάλες επιχείρησες, γεωργικές, βιομηχανικές, εμπορικές, ναυτικές.

Και μες στην πόλη ο στεναγμός περνά· στενάζουνε κ’ οι πύργοι κ’ η χώρα που τους αγαπούσε και στους διαδόχους μένουνε τα κτήματα, γι’ αυτά που η αμάχη κι ο άθλιος θάνατος τους βρήκε. -Με ισιάδα μεραστήκανε οι αψίκαρδοι τα κτήματά τους, κ’ οι φίλοι τους παράπονο δεν έχομε με το συβιβαστή τους και δε χαρίστηκεν ο Άρης.

Και για την τύχη τη δική μου και για τη δική σου την τύχη. Τι καλό είδαμε τόσα χρόνια σε τούτον τον τόπο; Οι ανθρώποι εδώ απογίνανε, δεν είνε να ζήση κανείς. Όλο και το συμφέρον, ο παράς κυβερνάει τον τόπο μας. Πρόστυχοι ανθρώποι, βλέπεις, χωρίς ανατροφή, Χωρίς ευγένεια απάνω τους. Όλες οι κοπέλλες μένουνε στο ράφι.

Επειδή δεν τους φαινότανε σίγουρο να μένουνε στη θάλασσα χυνόπωρο καιρό· ώστε και το καΐκι το σύρανε στη στεριά για το φόβο νυχτερινής φουρτούνας.

Η κοκώνα της χώρας τα θέλει τα δάκριά της να τα χύση στο θέατρο. Δεν της μένουνε για ζωντοχήρες και για χαροκαμένες. Στη χώρα έχει ανοιχτά μαγαζιά, και πηγαίνει όποιος θέλει και βρίσκει το Ψυχικό. Στο χωριό τέτοια μαγαζιά δεν έχει. Πηγαίνει η φτωχή στης αρχόντισσας, της δίνει τον πόνο της, και παίρνει ένα κομμάτι ψωμί.

Κι' απ' όξω απ' το παλάτι του, ολόυρατο περιαύλι, Οπού το ζώνουν πάρθενα, παληά, βαθειά τα λόγγα, Μαρμαρωμένα μένουνε, βουβά από χίλια χρόνια Πανώρηα βασιλόπουλα.

Κι άλλο δεν μπορούμε ναποκριθούμε παρά πως είναι πάντα γραμμένο νανεβαίνουνε στον ουρανό μερικές ψυχές για ν' ανοίγουνε μάτι και να βλέπουνε φως εκείνες που μένουνε στη γης. Έτσι έγινε ως τώρα στον κόσμο. Α βρη τρόπο η Αγιωσύνη Σου να το φυτεύη ταθάνατο δέντρο χωρίς αιματοπότισμα, μα το άγιο αυτό κομπολόγι, θα γίνη μεγαλύτερος κι από τον Προμηθέα που μας κατέβασε τη φωτιά.

Σαν ενύκτωσε και δεν ήκουε πλέον φωνάς, ούτε πατήματα έξωθεν της θύρας του, απετόλμησε να εξέλθη. Η κυρά Γιάνναινα, η οποία, φαίνεται, τον παρεμόνευε, τον σταματά και του λέγει: — Αύριο, το δίχως άλλο, να βρης κάμερα, να κουβαλιστής!... Ας μην ετελείωσε κι' ο μήνας! ...καλλίτερα έχω να σου δώσω πίσω τα λεπτά, όσα κάνει για της μέρες του μηνός που μένουνε.

Και για να εφαρμόσουν το στοχασμό τους αυτόν έπλασαν το μυθιστόρημα ή, όπως έλεγαν τότε την τέτοια πεζογραφία, τους «ερωτικούς λόγους», όπου τα πλάσματα της φαντασίας μπορούσανε να πάρουνε την κάπως ποιητική μορφή του λόγου χωρίς να μένουνε προσηλωμένα στους κανόνες της ποιητικής τέχνης κι ακόμη και στην ιστορική αλήθεια ή και στην παράδοση.

Βριζούμαστε ανάμεσά μας, κλέβουμε ο ένας τον άλλον, τυραννούμε τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας; Έρχεται πάλι η γριά Σκλαβιά και μας παίρνει το βάρος. Ως και στη γλώσσα μας, η Σκλαβιά φταίει που έχασε τόσα και τόσα αρσενικά και θηλυκά. Ο Ζυγός κ' Η Αλυσίδα μένουνε, μένει κ' Η μαύρη μας η Μοίρα μαζί με ΤΟ γέρο το Θάνατο.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν