Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Τότε η Γιάνναινα: — Άκουσε να σου πω, κυρά, εφώναξε· βλέπω κ' έχεις ρούχα· μην είσαι για ξενύχτι απόψε εδώ;.. Δεν έχουμε κανένα χάνι εμείς!... Άλλο να κοπιάσης!... Τον εξάδερφό σου, τι τον έχεις, τον έχουμε για ξύσιμο αύριο...
Μίαν πρωίαν η κυρά Γιάνναινα, καθώς εξήλθε πρωί-πρωί, είδε να ξεμυτίζη απ' την πόρτα του Βαγγέλη ένα κεφαλάκι μικρό, ξεσκούφωτο, με κάτι κορδέλλες και φιόγκους στα μαλλιά, ν' ανεμίζη ένα φουστανάκι, και να γλυστράη εις το χαλικόστρωτον της αυλής έδαφος και να φεύγη ως αστραπή. Της εφάνη να ήτον μία γυναικούλα, σουφρωμένη, μικρόσωμος, σχεδόν γρηούλα.
Και την ηγάπα δημοσία, εις το φανερόν, δεν το έκρυπτεν. Η γειτόνισσά της, η γρηά Περμάχου, ηγανάκτει και διεμαρτύρετο κατά της τόσης αδυναμίας της ομήλικός της προς την ασθενή νύμφην. Διότι η πτωχή Γιάνναινα, τριακοντούτις γυνή, ωχρά, αναιμική εξ αρχής, εφύλαττε την στρωμνήν επί μήνας πολλούς, μετά την όψιν του φαντάσματος.
Σαν ενύκτωσε και δεν ήκουε πλέον φωνάς, ούτε πατήματα έξωθεν της θύρας του, απετόλμησε να εξέλθη. Η κυρά Γιάνναινα, η οποία, φαίνεται, τον παρεμόνευε, τον σταματά και του λέγει: — Αύριο, το δίχως άλλο, να βρης κάμερα, να κουβαλιστής!... Ας μην ετελείωσε κι' ο μήνας! ...καλλίτερα έχω να σου δώσω πίσω τα λεπτά, όσα κάνει για της μέρες του μηνός που μένουνε.
— Ησύχασε, κυρά μου, κι' ο λύκος τη φωλιά του δεν τη μολύνει ποτέ!... Εδώ η κυρά Γιάνναινα, δεν της αρέσουν τα παιγνίδια, μήτε τα λαλούμενα. Η Κατερνιώ έβαλε το λαγούτο πλάγιον επί του στέρνου της, κ' έκαμνε τάχα πως το παίζει. — Άφησέ το, κυρά μου, μη το καταπιάνεσαι! ...Δεν είνε για τα χεράκια σου...
Όταν επαρουσιάσθη εις την σπιτονοικοκυράν ο Βαγγέλης διά να ενοικιάση το δωμάτιον, επαρουσιάσθη ως μπεκιάρης και ως μέλλων να ζη μοναχός του. Ύστερ' από λίγας ημέρας της λέγει έξαφνα, ότι έχει μίαν γυναίκα και σκέπτεται να την φέρη εδώ. Η κυρά Γιάνναινα αμέσως υπώπτευσεν, ότι θα είχε καμμίαν «λεγάμενη». — Αυτά δεν τ' ακούω εγώ, του λέγει· εσύ μου είπες πως είσ' εργένης· για εργένη σ' έβαλα.
Είτα ερωτά: — Εδώ κάθεται ο Βαγγέλης, ο λαουτιέρης; Η κυρά Γιάνναινα αργά-αργά απήντησεν: — Εδώ κάθεται, μα αύριο θα φύγη, θα κουβαλισθή. — Απόψε θα έρθη; — Δεν ξέρω. — Γιατί; Πώς γίνεται, να μην έρθη να κοιμηθή. — Δεν ξέρω, χριστιανή μου· δεν έχω την έννοια του. — Δεν είσαι του λόου σου, η σπιτονοικοκυρά; Και πώς γίνεται να μην ξέρης; Τρέχει, μαθές, τίποτε;
Ολίγον μετά την αναχώρησίν της συναντά ο Βαγγέλης πλησίον εις την Βλασσαρού, όπου μετώκησεν, ένα από τους νοικάρηδες της κυρά Γιάνναινας και του λέγει: — Η δασκάλα πήρε τον διορισμό της, και μας έφυγε... πάει στα χωριά του Βώλου... Είδες δα, κ' εκείνη η Γιάνναινα, κ' η άλλαις εκεί, τι κόσμος! Πώς την εσκυλλόβριζαν άδικα την καϋμένη.
Μια βραδυά είν' αυτή. Η Γιάνναινα σχεδόν συνεκινήθη από τον ταπεινόν τρόπον του Βαγγέλη, αλλά δεν ήθελε να το δείξη· ίσως επειδή ενόμιζεν ότι δεν αρμόζει εις μίαν οικοκυράν, όπου έχει σπήτια κ' ενοικιάζει, να φαίνεται δεικνύουσα συμπάθειαν προς εκείνους οι οποίοι «δεν έχουν στον ήλιο μοίρα», καθώς κάμνουν άλλαι γυναίκες του δρόμου. — Τι να κάμουμε, πλέον!... είπε με στρυφνόν τρόπον.
Υπήρχον δύο ή τρεις μπεκιάρηδες, μία οικογένεια με πέντε ή έξ παιδιά, μία νέα ζωντοχήρα, Κατερνιώ η Πολίτισσα, ξενοδουλεύουσα, ζώσα κατά το φαινόμενον ολομόναχη· και το μέσα δωμάτιον εις τον μυχόν της αυλής κατείχεν η σπιτονοικοκυρά κυρά Γιάνναινα, χήρα με την κόρην της, την Δημητρούλαν. Η μάνδρα με τα πενιχρά οικήματα έκειτο είς τινα πάροδον, ανάμεσα στου Ψυρρή και στου Τάτση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν