United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τοιαύτη διατελούσα λυπηρά ανησυχία, ήκουσε φωνήν χονδρήν ναύτου παρακάτω εις το παράλιον, και φωνάς άλλας έπειτα και πατήματα βαρέα ναυτικά πολλών άλλων, ως εν διαφωνία παταγωδώς λαλούντων. — Όχι! είπεν η φωνή του ναύτου. Νά, έτσι είνε το σωστό. Εγώ ήμουντο λιμεναρχείον. Επειδή και είνε νησιώτης απ' εδώ, του έκαμαν την χάρι και τον πρατιγάρησαν την αυγή.

Απέρριψα έντρομος το κλαπέν ποσόν. Το Φάσμα εγέλασε και επανέλαβε: — Πλησίασε πάλιν, και κλέψε εκατόν χιλιάδας δραχμών. Επλησίασα και έκλεψα αναιδώς χιλιάδας εκατόν. Και πάλιν ήκουσα τας φωνάς όπισθέν μου, αλλά την φοράν ταύτην έψαλλον εν μουσική συμφωνία: — Ο μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . . ο μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . . — Ακούεις; λέγει το Φάσμα. — Ναι, ακούω καλώς· τώρα με υμνούσι βεβαίως.

Ας έμενες εις την Αζόφ κι' ας είχα και συνάχι, κι' ως Κάιν ας 'τουρτούριζα εις παγετών στιβάδας· συ, Βέρα, ήσουν έμπνευσις, συ Μούσα μου μονάχη, και την φυγήν σου έκλαυσα με Ιερεμιάδας. Και ήκουα των ποιητών και πάλιν τας φωνάς: «Πώς τον καιρό σου, μ' έλεγαν, εδώ αδίκως χάνεις; τι κάθεσαι, ταλαίπωρε, κι' αέρα κοπανάς; συ εγεννήθης ποιητής, για έμπορος δεν κάνεις.

Ή πώς αλλέως; Λέγει δε αυτός ότι όλα τα νεαρά, διά να ειπούμεν ούτω πως, και με τα σώματα και με τας φωνάς δεν ημπορούν να ησυχάζουν, αλλά ζητούν πάντοτε να κινούνται και να φωνάζουν, και άλλα μεν πηδούν και σκιρτούν, ως να χορεύουν ηδονικώς και να παίζουν, άλλα δε φωνάζουν όλας τας φωνάς.

Οι χωρικοί, τόρα, ελκυόμενοι από τας φωνάς, συνέρρεον πανταχόθεν και μανθάνοντες την αιτίαν συνηνούντο και αυτοί κατά του εργάτου. Άνδρες, γυναίκες και παιδία, όλοι τον επετροβόλουν και τον ανεθεμάτιζον οργίλοι, ως τα πλήθη της Ιερουσαλήμ κατά του μάρτυρος Στεφάνου.

Την έφθασεν εις την αυλήν της οικίας, όπου έτρεχεν αύτη διά να κρυφθή, την άρπαξεν από τα μαλλιά, και την έσυρεν επί του εδάφους της οδού, εις διάστημα πενήντα βημάτων. Αυτή είχε βάλει τας φωνάς, κ' εξήλθον οι γείτονες. Ήτον ώρα εσπερινού, μικρόν προ της δύσεως του ηλίου.

Εις τας ώρας της μοναξίας της νυκτός εκείνης, των ασυναρτήτων προσευχών και των ακουσίων βλασφημιών, έπλεον ως εν ονείρω εις άλλον κόσμον. Ήκουον ήχους, ψιθύρους και φωνάς.

Ο Δημήτρης περικυκλωμένος υπό των μαντρόσκυλων επάλαιεν απελπιστικώς· η ράβδος του είχε συντριβή εις μύρια τεμάχια· ούτε ν' ακούση ούτε ν' απαντήση ήτο δυνατόν εις τας φωνάς του Βλάχοι. — Ορέ συ!. . . διαβάτης είσαι, ρε!. . επανέλαβεν ούτος εντονώτερον. Και συγχρόνως θέσας τον λιχανόν και τον παράμεσον της δεξιάς χειρός εις το στόμα, υπό την γλώσσαν του, ανέδωκε διάτορον συριγμόν.

Εις εκείνο το αναμεταξύ έφθασαν οι αετοί εις τον λάκκον, και καθένας έλαβεν ένα κομμάτι κρέας από όσα ήσαν εκεί και ένας από τους μεγαλυτέρους με εσήκωσε μαζί με το κομμάτι το κρέας και με έφερεν εις την φωλεάν του. Οι κυνηγοί εκείνοι έδραμον και με τας φωνάς των εφόβισαν τους αετούς, και έφυγαν.

Και έως ου φθάση εις την οικίαν της χήρας Αχτίτσας, ακούει μουσικήν, βιολιά και λαγούτα, άσματα, φωνάς, θόρυβον, γέλωτας.