United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΓΓΕΛΟΣ, ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ και ΧΟΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Κόρη του Τυνδάρου, Κλυταιμνήστρα, έξελθε της σκηνής ν' ακούσης ό,τι θα σοι είπω. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ήκουσα την φωνήν σου και έσπευσα να εξέλθω έντρομος η δυστυχής και φοβουμένη μήπως έρχεσαι να μοι αναγγείλης και άλλην τινά ίσως νέαν συμφοράν. ΑΓΓΕΛΟΣ Όχι, αλλά θαυμάσια και μέγιστα συμβάντα έρχομαι να σοι αναγγείλω περί της θυγατρός σου.

Είνε ελεύθερος να κάμη ό,τι θέλει, αλλά . . . διστάζει να το κάμη. Εκτείνει την χείρα του προς το κιβώτιον και πάλιν την αποσύρει· στρέφει έντρομος το βλέμμα του προς την θύραν, διότι του φαίνεται ότι κάτι ήκουσεν. Αλλ' είνε μάταιος ο φόβος του. Δεν είνε κανείς, και ο Περδίκης πλησιάζει εγγύτερον εις το κιβώτιον. — Αι! λέγει καθ' εαυτόν. Πρέπει να τελειόνω και σύντομα.

Από την εποχήν καθ' ην μετέφερε πέτρας διά την οικοδομήν, ο ημίονος τον είχε πάρη τόσον από φόβον, ώστε άμα τον είδε πλησιάζοντα διά να τον μεταδέση εις την νομήν, απέσπασε τον πάσσαλον εις τον οποίον ήτο δεμένος και έφυγεν έντρομος. Ο Μανώλης τον κατεδίωξε βλασφημών και ρίπτων κατ' αυτού μεγάλους βώλους χώματος, διότι λίθοι δεν υπήρχον εις το λιβάδι.

Ο ήλιος όστις κατέλαμπε τα φύλλα, έκαμνε να γυαλίζουν και τα κομβία της στολής των τα προ μακρού χρόνου αγυάλιστα. Ήσαν οι χωροφύλακες. Πάραυτα η Φραγκογιαννού έστρεψε τα νώτα προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον, κ' έτρεξε προς την ρίζαν του πετρώδους βουνού, προς δυσμάς. Ο βοσκός εφώναξεν έκπληκτος·Πού πας, θεια Γαρουφαλιά; — Σιώπα! παιδί μου του εσύριξεν έντρομος η γυνή, αν αγαπάς τον Χριστό!

Πρώτον θύμα έπεσεν ο πατήρ της Βασιλικής, χριστιανός κατά τινας δε και ιερεύς. Έντρομος η θυγάτηρ, ένδεκα μόνον ετών τότε, ερρίφθη εις τας αγκάλας του πρώτου διαβάτου Τούρκου φωνάζουσα «Βοήθεια!

Η χήρα η Μισιργούδα είχε μια βρατσέρα κληρονομιά του μακαρίτη οπού είχε το πρωί αποπλεύσει διά την Κύμην και έσπευσε έντρομος, με λαδάκι: — Παναγίατο Πέλαγο! Παναγίατο Πέλαγο!

Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά! φύγωμεν! φύγωμενΚαι η ώρα εκείνη αν ήτο στιγμή φόβου και αγωνίας, αν ήτο στιγμή συντελείας και φρίκης, αλλ' ήτο αιών ευδαιμονίας. «Φύγωμεν, Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά, φύγωμεν! φύγωμεν!» Η σκηνή αύτη δεν διήρκεσεν εν τούτοις πλέον στιγμών τινων. Ο Θευδάς, όστις είχεν εξέλθει έντρομος εκ του σπηλαίου, απεμακρύνθη δέκα βήματα, και στραφείς έβλεπεν εις την θύραν.

Α! ενθυμούμαι! θα είνε απ' εκείνα, που μας έφερε ταις προάλλαις εις το σχολείον ο Αλέξανδρος. — Σας έφερε εις το σχολείον ο Αλέξανδρος! εφώναξεν έντρομος η μήτηρ μου. Και τα επιάσατε σεις εις τα χέρια σας; Μη παιδί μου! μη, να σε χαρώ! Μην πιάσης ποτέ χαρτιά! Είνε αφανισμός! Είνε κατάρα! Αυτά τα χαρτιά κατήντησαν τον πατέρα του Σοφή εκεί που τον κατήντησαν.

Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά κρότου, και η θειά-Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ κράζουσα: — Το κορίτσι! το κορίτσι! Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα ενόησεν αμέσως ότι η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο.

Και παρήλασε προ αυτού, ως εν καλειδοσκοπίω, κόσμος ολόκληρος, φανταστικός . . . θάλασσα μαγική, κατάλευκος, ασάλευτος, ωσάν από μάρμαρον, ηπλούτο εις απέραντον διάστημα και αυτός, επιβαίνων μικρού μονοξύλου, έτρεχε, με ταχύτητα πτηνού, επί της ακυμάντου επιφανείας, ωσάν δύναμις υπερφυσική να ώθει το ακάτιον . . . Αίφνης η λεία επιφάνεια ερρυτιδούτο . . . μία στιγμή ακόμη και μετεβάλλετο εις κύματ' αφρισμένα, οργίλα, ορμητικά, υπερύψηλα και το ακάτιον ανετρέπετο, εσφενδονίζετ' ως πτερόν εις άξενον παραλίαν, αυτός δε, ναυαγός οικτρός, εκυλίετο επί της άμμου εξησθενημένος, ενώ η σκηνή μετεβάλλετο . . . Και του εφαίνετο ώρα ως να εισήρχετο εντός δάσους καταπύκνου, ζοφερού, μυστηριώδους, με γιγάντεια δένδρα, με καμμίαν, ουδέ την ελαχίστην, ακτίνα φωτός . . . Και ενώ εβάδιζε με αγωνίαν, ζητών διέξοδον, ο λαβύρινθος δεν μετεβάλλετο, εις τον αυτόν δε κύκλον συστρεφόμενος άπελπις και πίπτων από κόπωσιν, επειράτο να κραυγάση και αφυπνίζετο έντρομος και περίρρυτος από ιδρώτα . . .