United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η σκαμπαβία έτρεχε, μετά ρυθμικού κρότου των κωπών επί των σιδηρών διχαλωτών σκαλμών, με δύναμιν απαισίου καρχαρίου, πομπώδης και μονότονος.

Το όλον της εφαίνετο ως όνειρον. Μόνον έσφιγγε τους οδόντας και ηπόρει πώς δεν ησθάνετο ακόμη πόνον. Αλλά μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, ησθάνθη οξείαν αλγηδόνα. Την ιδίαν στιγμήν, η θύρα εβυθίσθη προς τα έσω. Ο είς χωροφύλαξ εισεπήδησε μετά κρότου εις το πάτωμα. Η Αμέρσα δεν ανεσήκωσε την κεφαλήν, έκυπτε και ήτο τυλιγμένη έως την μύτην εις το πάπλωμα.

Μετά τα μεσάνυκτα, αφού έγεινεν η Ανάστασις, και ήστραψεν ο ναός όλος, ήστραψε και η πλατεία από το φως των κηρίων, τα παιδία ήρχισαν να καίουν μετά κρότου σπίρτα και μικρά πυροκρόταλα έξω εις τον πρόναον καί τινες παίδες δεκαετείς επυροβόλουν με μικρά πιστόλια, άλλοι έρριπτον εντός του ναού επί των πλακών του εδάφους τα βαρέα καρφία με τα καψύλια καταπτοούντες και σκανδαλίζοντες τας πτωχάς γραίας, αίτινες μεθ' όλον τον διωγμόν, ον εκίνουν κατ' αυτών την Μεγάλην Εβδομάδα κατ' έτος οι επίτροποι αξιούντες να περιορίσωσιν αυτάς εις τον γυναικωνίτην, ουχ' ήττον επέμενον και παρεισέδυον εντός του ναού αριστερά, εις την μίαν κόγχην.

Ενίοτε από υψηλόν τινα θάμνον κατέπιπτε μετά τριγμού και κρότου, αποσπωμένη από τα κλαδία, τολύπη τις χιόνος, θωπεύουσα δροσιστικώς τους οφθαλμούς και τα μέτωπα των δύο νυκτοβατών.

Βέβαιον είνε, ότι ναύτης, επίτηδες εν τη πρύμνη ιστάμενος, διαρκώς εξεκένου το αρχαίον του πατρός του τρομπόνιον, από του κρότου του οποίου αντήχει γοερώς όλος ο λιμήν αλλά παρήλθεν έτος και ούτε ηκούσθη αν ζη ή απέθανε. Με ποίον τα είχε; Με τον πατέρα του; Αλλ' ο γέρων εθυσίασεν όλην την ρωμαϊκήν αυστηρότητα της εξουσίας του, ίνα κολακεύση του υιού του τας επιθυμίας.

Η θύρα εκλείσθη μετά κρότου και οι Τούρκοι ανεχώρησαν. Εσώθημεν ! Έν βήξιμον, είς στεναγμός ηδύνατο να μας προδώση. Αλλ' ο Θεός μας ελυπήθη και ηυδόκησε να μας διαφυλάξη, η δε σωτηρία μας την ώραν εκείνην μας εφάνη ως αγαθός διά το μέλλον οιωνός, και επεριμένομεν με πλειότερον ήδη θάρρος της δοκιμασίας μας το τέλος. Δεν εψεύσθησαν αι ελπίδες μας.

Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, η γραία ήκουσεν όπισθέν της κρότου θύρας ανοιγομένης, και ασθενή φωνήν. Εστράφη. Η θύρα της καλύβης είχεν ανοιχθή. Η άρρωστη γυνή, η μήτηρ των δύο κορασιών, ωχρά, και τυλιγμένη με μαλλίνην σινδόνα, ομοία με φάντασμα, ίστατο εις το χάσμα της θύρας. — Τι είναι; είπε μετά τρόμου η πάσχουσα γυνή.

Έφεραν δε εκεί επάνω πολλούς αμφορείς και πίθους ύδατος και μεγάλους λίθους, πολλοί δε άνθρωποι ανέβησαν εκεί. Αλλά, το οίκημα λαβόν μεγαλύτερον βάρος διερράγη εξαίφνης και μετά μεγάλου κρότου.

Σάλπιγγες γεμίσετε την πόλιν με τον μετάλλινον ήχον σας και ενώσατε αυτόν μετά του παταγώδους κρότου των τυμπάνων, έως ότου αντηχήσουν ο ουρανός και η γη, την άφιξιν ημών επευφημούντες. Στρατόπεδον του Καίσαρος. Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Αν δεν μας αλλάξουν σε μια ώρα, πρέπει να πάμε εις το φυλακείον· η νύκτα είναι φωτεινή, και λέγουν ότι εις τας δύο το πρωί θα παραταχθώμεν εις μάχην.

Και μετ' ολίγον προσέθηκε: — Να είνε μπαμπάκια! Αλλά δεν ήτο καιρός· της μπαμπακιές της εσκάλιζον ακόμη. Εκοντοστάθη ολίγον ο τελωνοφύλαξ εις την άκραν του βράχου, ως εάν προσεπάθει να ίδη από εκεί το περιεχόμενον των σάκκων, ή να διακρίνη εκ του υποκώφου κρότου, ον απετέλουν εκσφενδονιζόμενα επί των οστράκων τα πλήρη εκείνα σακκία.