United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον ενθυμούντο όλοι, όταν ήσαν παιδιά εις το δημοτικόν σχολείον, και εις την πρώτην του ελληνικού· διότι ως εκεί επήγαιναν συνήθως τα καπετανόπουλα του τόπου. Δεν υπήρχεν όνειδος και χλεύη, δεν υπήρχε παραγκώμι και αναγόρευμα, το οποίον να μη του έρριπτον κατάμουτρα.

Οι τρεις μισοκαυμένοι δαυλοί, και το μέγα ορθόν κούτσουρον της εστίας, έρριπτον πολλήν στάκτην, ολίγην ανθρακιάν και σπανίως βρέμουσαν φλόγα, κάμνουσαν την γραίαν να ενθυμήται μέσα εις την νύσταν της την απούσαν μικροτέραν κόρην της, την Κρινιώ, ήτις αν ευρίσκετο τώρα εντός του δωματίου, θα υπεψιθύριζε με τόνον λογαοιδικόν· «Αν είναι φίλος, να χαρή· αν είν' εχθρός, να σκάση . . . ».

Η εργασία αύτη έμεινεν επί πολύ απαρατήρητος από τους πολιορκούντας, οίτινες όσον περισσότερον έρριπτον χώμα τόσον ολιγώτερον υψούτο το πρόχωμα, διότι, καθ' όσον αφηρείτο το χώμα υποκάτωθεν, το πρόχωμα εχαμηλούτο ακαταπαύστως.

Οι παρατεταγμένοι εις την πρώραν εμάχοντο με πολύ θάρρος και εισπηδώντες εις τα αντίπαλα νησιά εφόνευον• αιχμαλώτους δεν συνελάμβανον. Αντί σιδηρών χειρών έρριπτον οι μεν προς τους δε πολύποδας μεγάλους δεμένους, οι οποίοι περιπλεκόμενοι εις τα δένδρα εκράτουν και έσυρον ολόκληρον την νήσον.

Επί του κωδωνοστασίου του ναΐσκου, χαμηλά εντός κόγχης, υπήρχε τότε μικρόν εικονισμάτιον του τροπαιοφόρου αγίου μετά κανδήλας και μικρού κουτιού ένθα οι διαβάται και οι ερχόμενοι έξωθεν χωρικοί έκαμνον τον σταυρόν κ' έρριπτον τον οβολόν των.

Κατά τους τελευταίους ποδηλατικούς αγώνας των Παρισίων, οίτινες παρετάθησαν επί 60 ώρας, πάντες όσοι επέμειναν αγωνιζόμενοι πέραν των 24 ωρών έδειξαν σημεία διαταράξεως των φρενών. Είς εξ αυτών ενόμιζεν ότι οι θεαταί έρριπτον λίθους εις τον δρόμον του. Άλλος έβλεπεν ένα μαύρον γάτον, προπορευόμενον του ποδηλάτου, και παρεπονείτο ότι ο φόβος μήπως καταπλακώση το ζώον ανέκοπτε την ταχύτητά του.

Και αυτός ο γέρω-Μπούμπας, οπού ήλπιζε μια φορά τέλος πάντων, να ευρεθή τα Χριστούγεννα εις την πατρίδα του, απηλπισμένος και αυτός, με οργήν έσφιγγε μέσα εις τας σκληράς παλάμας του τους αφρούς, που του έρριπτον εις το στήθος του επάνω τα κύματα, αναθεματίζων αυτά και λέγων: — Δεν με ρίχνεται σαν τον Ιωνά ς' την θάλασσα, να μπονατσάρη!

Αντικρύ εις το Πήλιον έμελλε να κρυφθή μετά μίαν ώραν το πολύ, αλλά πριν να κρυφθή θα έχανε σχεδόν το φέγγος του, όσον θα εκοντοζύγωνεν εις το μέγα βουνόν. Αι δρύες του Αραδιά εφαίνοντο ως να έρριπτον την σκιάν των προς τον ουρανόν και το φεγγάρι εθόλωνεν, εθόλωνεν. Εγώ είχα την ιδέαν ότι ο Κωστής θα είξευρε καλλίτερ' από εμέ τον δρόμον, ως νέος και κατοικών διαρκώς εις τον τόπον.

Το βρέφος ήρχισε να κλαυθμηρίζη, ενώ η μαμμή εξηκολούθει να το πλύνη μαλακά, και να το υποκορίζεται άμα: «Όχι, χαδούλη μ', όχι, χαδιάρη μ'! όχι κεφαλά μ', πάπο μ', χήνο μ'»! Και συγχρόνως ο πατήρ, η μήτηρ, η μάμμη Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι παρόντες, έρριπτον αργυρά νομίσματα, διά ν' ασημώσουν το παιδίον.

Τα βλαχόπουλα διεσπαρμένα εσύναζον φρύγανα και ξηρούς κλάδους, τους οποίους έρριπτον εις δύο μεγάλας φωτοβολούσας πέριξ πυράς, όπου θα έβραζε το γάλα, και τα μικρά επί κινητών λίκνων, ανηρτημένων από τους κλάδους των πέριξ αγριαπιδιών, ήνοιγον έκπληκτα τους οφθαλμούς προς τα μαγευτικά χρώματα της χαραυγής κ' εναναρίζοντο μόνα των ευαρέστως.