United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσηκώθη Λίβας, εκείνος ο ισχυρός θυελλώδης άνεμος, που ρίχνεται από τα βουνά κάτω μέσ' στην κοιλάδα, και με την δύναμίν του τσακίζει τα δένδρα 'σάν να ήσαν ελαφρά καλάμια, και καταρρίπτει από την μίαν όχθην του ποταμού πέραν εις την άλλην τα σπίτια με τας δοκούς, όπως εμείς μεταθέτομεν της φιγούρες του ζατρικίου από την μια μεριά εις την άλλην.

Γέμισαν » Αι ρεμματιαίς κ' οι λάκκοι.» « Ψηλάτης μάχης το βρασμό, »'Σ της μάχης την αντάρα, » Να! και πλακόνω λαίμαργος, » Για αίμα διψασμένος, «'Σάν σε βουβάλια λέοντας » Ρίχνεται λιμαγμένος... » Με βλέπουνε οι άπιστοι,... » Τους έπιασε τρομάρα

Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έλεγε στον παρακοιμώμενό της: — Σήκου, παιδί μου, γιατ' έφεξε... Έβλεπα στον ύπνο μου, πως ήρθε ο πατέρας μου από την Ξενιτειά... Ακούοντας αυτά τα λόγια ο Ξενιτεμένος μας, πετάει τη μαχαίρα πέρα, και ρίχνεται απάνω στο παιδί του σα ζουρλός, λέγοντας: — Αλήθεια είταν τ' όνειρο σου! Ήρθε ο πατέρας σου από τη Ξενιτειά! Είμαι εγώ!

Αφορμή ας μη το κεντάει, Τρέχει, ρίχνεται, πηδάει· Κι' αν δεν έχει τι να κάμη Κολυμπάει μες το ποτάμι. Κι' όποτε δεν είναι χρεία. Τότε πρόφασι κι' αιτία Βρίσκει ευτύς στη θέλησί του Ν' αναπάψη το κορμί του. Στη συχνή τρυφήν εκείνη, Στην πολλή του γεροσύνη, Αρχινάει ν' αποσταίνη, Κάθε τι να το χορταίνη.

Κ' έτσι ακόμη, το γεράκι έπειτα από μακρυά νηστεία ρίχνεται στη λεία του. Αλλοίμονο! η αγάπη ποτέ δεν κρύβεται. Βέβαια, χάρις στης προφυλάξεις της Βραγγίνας, κανείς δεν έπιασε τη Βασίλισσα στα χέρια του φίλου της.

Ακούω, ακούω τον θόρυβον Ως αρχομένης μάχης· Κουφοβροντάει τοιούτως, Ότε επάνω εις τους βράχους Ρίχνεται η θάλασσα. Δάσος βοάει τοιούτως, Οπότε από τα σύγνεφα Σκληρός το δέρνει ο άνεμος· Ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν Εις τον αέρα. Να, των σπαθιών ο κρότος Προδήλως τώρα ακούεται· Να, πέφτουν ως ουράνιαι Βρονταί, πολλά, απροσδόκητα Βόλια θανάτου.

Και αυτός ο γέρω-Μπούμπας, οπού ήλπιζε μια φορά τέλος πάντων, να ευρεθή τα Χριστούγεννα εις την πατρίδα του, απηλπισμένος και αυτός, με οργήν έσφιγγε μέσα εις τας σκληράς παλάμας του τους αφρούς, που του έρριπτον εις το στήθος του επάνω τα κύματα, αναθεματίζων αυτά και λέγων: — Δεν με ρίχνεται σαν τον Ιωνά ς' την θάλασσα, να μπονατσάρη!

Δεν επρόφτασα να κινηθώ από τη θέσι μου, να καλοϊδώ το σώμα που εσπάραζε στο αίμα του και βλέπω τον φονιά να πηδάη στο τσιμπούκι και να ρίχνεται στη θάλασσα, σκούζοντας σαν τον ρύσο. — Πιάστε τον!... εφώναζα. Μα δεν είδα στα γελαστά νερά παρά τις Ρούσες, που έφευγαν με φωνές στο ακρογιάλι αφροκοπώντας τη θάλασσα, σαν κοπάδι δελφινιών εμπρός στον θεότρομον όγκο της φάλαινας!...»

Καθένας εφανταζόταν τη θεϊκή κατάρα, μαύρο πουλί ν' ακολουθή από ψηλά το καράβι και τέλος να του ρίχνεται, να το μαδά και να το πετσοκόβη με φριχτή ασπλαχνιά. Κ' έλεγε καθένας τη θάλασσα, που τόσους και τόσους θάφτει καθημερινά στα κύματά της, άγρυπνη να επιβλέπη τους νόμους των ναυτικών.

Είχε τα μπράτσα δυνατά, πλατύ το στήθος, άτρομο το βλέμμα, άστρο νομίζεις αυγινό που ρίχνεται από την άπειρη δύναμι να σύρη σε ανατολή και δύσι λαμπρό και αδαπάνητο. Αν τον έβλεπεν η γριά μάνα της Λενιώς, βέβαια θα εγνώριζεν ευθύς τον ονειρεμένο της γαμπρό. Τον είδε όμως η κόρη. Τον είδε και τον αναγνώρισεν ευθύς για φαντασιά της μάνας της, ίσως και για στοχασμόν δικό της.