United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκραύγασεν ολίγον ωργισμένος ο Κομποδήμος· και εκένωσεν άλλο ποτήριον, σπογγίζων με την χείρα τους μύστακάς του κατόπιν, διότι είχε πληρωθή φαίνεται ο στόμαχός του ο λαίμαργος και εχύνετο πλέον και απέξω το ευφρόσυνον ποτόν, το οποίον έλαμπεν εν τω ποτηρίω εκεί εις την φλόγα της πυράς ως απόσταγμα βυσσίνων. — Να σ' πω όμως, κολλήγα. Είμαι και ασφαλισμένος, Μη κυττάζης.

Παιδία τινά εξαπατηθέντα και νομίσαντα ότι εψάλλετο το Χριστός Ανέστη , έκαυσαν εν κρότω τα καψύλιά των· γέρων δε τις λαίμαργος έθραυσε πάραυτα το κόκκινον αυγό, το οποίον έφερε πάντοτε την νύκτα της Αναστάσεως μαζί του εν τη εκκλησία, και το ερρόφα, ενώ ο κυρ-Μανωλάκης μετέβαινεν εις την οικίαν του παρητημένος πλέον και έχων εις τον νουν του ίσως την πρόρρησιν της μαγίσσης.

Ο Ορέστης ξεύρει και κάμνει τα πράγματα καθώς πρέπει . . . θα μας έχη και σάντουιτς και κρασάκι και φρούτα . . . — Πού το ξεύρεις; υπολαμβάνει ηπιώτερον η κυρία Φρόσω, ήτις, λαίμαργος φύσει και πολυφάγος, ήρχιζε να συγχωρή εις τον Σουσαμάκην την συναναστροφήν του χάριν του δείπνου του. — Το ξεύρω, διότι τον είδα σήμερον το πρωί εις την αγοράν και εψώνιζε.

Είχε μαδήσει πολλαχού και γυμνωθή πελιδνόν το δέρμα του, η κεφαλή του είχε παραμορφωθή εκ των μωλώπων και των πληγών, πότε ο είς και πότε ο άλλος των ποδών του εσύροντο μετέωροι και παραλυτικοί, και ο είς των οφθαλμών αυτού από πολλού είχε κλεισθή προς το φως της ημέρας υπό το ζεμάτισμα της μαγειρίσσης μας. Αλλ' ήτο αδιόρθωτος ο αμαρτωλός γέρων. Κλέπτης εκ γενετής, και λαίμαργος εκ φύσεως.

Γέμισαν » Αι ρεμματιαίς κ' οι λάκκοι.» « Ψηλάτης μάχης το βρασμό, »'Σ της μάχης την αντάρα, » Να! και πλακόνω λαίμαργος, » Για αίμα διψασμένος, «'Σάν σε βουβάλια λέοντας » Ρίχνεται λιμαγμένος... » Με βλέπουνε οι άπιστοι,... » Τους έπιασε τρομάρα