United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και είδεν από το παράθυρον τον δεύτερον χωρικόν, όστις διήρχετο χωνόμενος εις τα ίχνη του πρώτουευκολώτερονμε τσαρούχια χονδρά ούτος και χονδραίς μάλλιναις κάλτσαις ποιμένος, με χονδρόν εγχώριον παντελόνι ως πάνναν ελαιοτριβείου, και με μίαν βαρείαν και ογκώδη ποιμενικήν κάπαν, κουκουλωμένος την κεφαλήν με την κατσούλαν της, και φανερόνων μόνον αγκυλωτούς μύστακας μαύρους και πώγωνα τραχύν αξύριστον, εν ώ αι σκληραί της κάπας του άκραι παρέσυρον την χνοώδη της χιόνος επιφάνειαν.

Κατ' ευθείαν επροχώρησαν εις το Παγκάριον, όπου ο κυρ-Μανωλάκης πάντοτε μειδιών υπό τους στακτερούς του μύστακας, ανέμενεν αυτάς προβάλλων εμπρός-εμπρός τους δίσκους, και αποχωρίζων την στιγμήν εκείνην αργυρά τινα νομίσματα, όπως μη καλύπτωνται υπό των χαλκίνων κερμάτων, ιδίως όμως ίνα διά της σιωπηλής αυτής παραστάσεώς του ευγλωττότερον εκφράση εις τας ξένας κυρίας την επιθυμίαν του, να ρίψουν αργυρά κέρματατέτοια μέρα!

Είνε ο Χειμάρρας αυτός και είνε ιδικόν του το όπλον!. . Ο γέρων κατέλαβε τον τόπον που είχε πριν ο ενωμοτάρχης, ηνώρθωσε τους ψαρούς μύστακάς του υπερηφάνως, όπως όταν ήθελε να διηγηθή καμμίαν ένδοξον σελίδα της ιστορίας του κ' έφερε προς τον ώμον τας πλατείας χειρίδας του υποκαμίσου του, έκαμε τον σταυρόν του όπως συνείθιζον οι περισσότεροι άνδρες της εποχής του προ μεγάλου τινός γεγονότος, αναθέτοντες εις τας χείρας του Θεού την έκβασίν του.

Τελευταίοι έφθασαν οι ποιμένες άνευ των αμνάδων των, τας οποίας είχον αφήσει οπίσω εις τας μάνδρας, κομίσαντες μόνον δυο αρνία σφαγμένα. Έφθασαν σιγυρισμένοι, αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι των, με καθαρούς χιτώνας, κοντά βρακία και υψηλαίς βλαχόκαλτσαις, με πλατέα ζωνάρια κίτρινα, ξυραφισμένοι και με τους λινόχρους ή καστανούς μύστακας αγκιστροειδείς.

Και θυμό οι δικοί μας!. . . Τα παλληκάρια ήρχισαν ν' ανησυχούν τόρα. Έσφιγγον τα όπλα των σπασμωδικώς, έστριφον τους μύστακας των αρειμανίως και ανυπόμονοι ωλίσθαινον βήμα προς βήμα εις τα προχώματα του εχθρού.

Και ανοιγείσης της θύρας, εισήλθε συγκεκινημένος ο καπετάν Νικολάκης, ανήρ έως 45 ετών, ισχυράς κράσεως, ψημένος εις τους ήλιους του Ισημερινού και της θαλάσσης την άλμην, ροδοκόκκινος ναύτης, κυρτός ολίγον περί τους ώμους, με λαιμόν κοντόν, ξυρισμένος τους μύστακας, κομμένην έχων την υπόλευκον κόμην, φέρων πίλον χαμηλόν, κασκέτον, και ιμάτια καινουργή αγγλικού στερεού υφάσματος.

Μόλις ηνείχετο τας αγενείους γνάθους, αλλ' υπό τον όρον του να μη είνε αύται λίαν ευτραφείς. Από δέκα ετών και επέκεινα μόνον κατ' όναρ έβλεπε μύστακας στρημμένους, καθ' ύπαρ δε ουδέν άλλο ή τους βαθυπώγωνας αγίους της Ανατολικής Εκκλησίας, τους εζωγραφημένους επί των τοίχων ένδον των ναών.

Θα εγέλασες δε βεβαίως εξ όλης σου καρδίας, φανταζομένη τους αρειμανείους των χορευτών μύστακας προκύπτοντας ενίοτε του προσωπείου και ελέγχοντας το αληθές γένος των κατ' επιφάνειαν χορευτριών, ή τον απαραίτητον του χορού διευθυντήν, όρθιον επί καθέδρας εν τω μέσω της αιθούσης και εκφωνούντα μετ' απανθρώπων στρεβλώσεων τα γαλλικά προστάγματα των αντιχόρων, ή το συμμιγές εκείνο της χορευτικής ατμοσφαίρας άρωμα, εν ώ επικρατεί ιδίως η οσμή του υπό των στομάχων των χορευτών χωνευομένου οίνου.

Αλλ' επειδή ο Κουτσογεώργης δεν απήντα, ηγέρθη ο αγαθός ποιμήν και επλησίασε να τον σκιάξη δήθεν. — Α! κάμνει μια πλησίον της κάπας. Αλλ' επειδή αύτη ήτο ακίνητος, έχωσε την χείρα του υπό την κουκκούλαν, ίνα του τραβήξη τους μύστακας και γελάση. Αλλά μετά φρίκης ωπισθοχώρησε σταυροκοπούμενος.

Οι οφθαλμοί των δύο ποιμένων απήστραψαν λαμπρότερον. Εξηγέρθησαν, ανακαθήσαντες κουκκουλωμένοι και εξακοντίζοντες σπινθοροβολήματα προς το αργυρούν ογκώδες νόμισμα. — Τ' είναι βρε; Είπον και οι δύο συγχρόνως και έκαμαν κίνησιν ως να ήθελον να ροφήσωσι το δολλάριον, ως ρύγχος σχηματίσαντες διά μορφασμού αγροίκου τα χείλη των με τους αγκυλωτούς μύστακας.