United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άιντε, μωρή Λιώ, να στρώσης το σουφρά. Η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα, έβαλε το σουφρά μπρος στη γωνιά κ' άρχισε να μπαινοβγαίνη με τα σιγύρια. Φάγαμε. Ο δρόμος της ημέρας κ' η αποσταμάρα, μας έκαμε να νυστάζουμε όλοι, να βαραίνουν σα μολύβι τα μάτια μας. Έχωσε τη φωτιά η γριά και ξαπλωθήκαμε όλοι αραδωτά.

Έφυγαν όλοι και δεν εσυλλογίσθησαν να μου βάλουν νερόν. Ο λαιμός μου είναι κατάξηρος και με καίει. Πότε παγώνω και πότε ανάπτω. Ω! θ' αποθάνω! θ' αφήσω τον ήλιον και την πρασινάδα και όλα τα ωραία πλάσματα του Θεού! Και έχωσε την μύτην τον εις το χόρτον να δροσισθή, και τότε είδε το χαμόμηλον και το εχαιρέτισε γλυκά και είπε: — Και συ εδώ θα μαρανθής, κακόμοιρον άνθος!

Ένα βράδυ λοιπόν λέει στην Παπαδράκαινα: — «Έχε γεια, ΠαπαδράκαιναΈχωσε το κεφαλάκι της μέσατα πυκνά γένεια του, ένα ώμορφο στρογγυλοπρόσωπο κεφαλάκι, και την εφίλησε, την εφίλησε την Παπαδράκαινα, κ' έφυγε, και δεν ξαναγύρισε πλεια. Απέθανε, είπαν, 'ς τα Καντουνάκια 'ς τ' Άινόρος. 'Σ την έρημο. Ο δε Παπαδράκος ο γυιος του εμεγάλωνεν, εμεγάλωνεν, είπαμε, και το κεφάλι του.

Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση». Ήξευρεν ότι δεν ήτο τόσον σηνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδιά. Αλλ' είχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ενόει καλά τι έκαμνε, και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη.

Τώρα ήλθε το Ελλαδικό το κράτος, και μ' ένα βαυαρέζικο νόμο αποκεφάλισε τη φυσική Ελληνική διοίκηση, ισοπέδωσε τάχα τις πολιτείες, τα χωριά και τους ανθρώπους, κατάστρεψε δηλαδή τις κοινότητες, και έχωσε τους ισοπεδωμένους Έλληνες σ' ένα στενό παπούτσι, που είναι μονάχα η τελευταία διοικητική διαίρεση του κράτους και λέγεται δήμος.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ένας δολοφόνος, ένα κτήνος, μια λέρα, οπού το εικοστό δεν έχει από το δέκατο του πρώτου σου κυρίου· μία μαϊμού των βασιλέων, ένας κλέφτης του θρόνου και της εξουσίας, 'πώχει πάρη απ' το σεντούκι την ατίμητην κορώναν, και μες την τσέπην του έχωσέ την. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Φθάνει! α! φθάνει! ΑΜΛΕΤΟΣ Από κουρέλια βασιλειάςΕισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ

Κυνηγοί είχαν περικυκλώσει τον βάλτον, και ετουφέκιζαν αριστερά και δεξιά, και εσηκώνετο ωσάν σύννεφον επάνω από τα δένδρα ο καπνός, και ο αέρας τον έσπρωχνε επάνω από τα νερά. Οι σκύλοι των κυνηγών έτρεχαν εις την λάσπην, πλατς πλατς, και επατούσαν τα καλάμια. Ω! πώς έτρεμε το παπί! Έσκυψε την κεφαλήν του και την έχωσε κάτω από την πτέρυγά του.

Τότε εκείνος σηκώθη δάκρυα χύνοντας, σα βρύση βουρκωμένη που χύνει απ' αψηλό γκρεμό τα θολωπά νερά της· 15 έτσι δακριοστενάζοντας ναν τους μιλάει αρχίζει «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, ο Δίας μ' έχωσε βαθιά μες σε ζημιά μεγάλη, ο έρμος! πριν που μούταξε κουνώντας το κεφάλι, πως πριν μισέψω εγώ από δω, την Τριά θα την κουρσέψω, 20 και τώρα γέλασμα κακό βουλήθηκε στο νου του, και στ' Άργος πίσω μού μηνάει να φύγω ντροπιασμένος κιάς έχασα τόσο λαό... μα φαίνεται πως έτσι το θέλει ο παντοδύναμος του Κρόνου γιος, που ως τώρα πολλών χωρώνε γκρέμισε, κι' ακόμα θα γκρεμίσει, τα κάστρα· τι στο χέρι του να κάνει ότι τ' αρέσει. 25 Μον όλοι ελάτε! ας κάνουμε όπως εγώ προστάζω· ας φύγουμε με τα γοργά καράβια στην πατρίδα, τι πια δεν το κουρσέβουμε το ξακουσμένο κάστρο

Αλλ' επειδή ο Κουτσογεώργης δεν απήντα, ηγέρθη ο αγαθός ποιμήν και επλησίασε να τον σκιάξη δήθεν. — Α! κάμνει μια πλησίον της κάπας. Αλλ' επειδή αύτη ήτο ακίνητος, έχωσε την χείρα του υπό την κουκκούλαν, ίνα του τραβήξη τους μύστακας και γελάση. Αλλά μετά φρίκης ωπισθοχώρησε σταυροκοπούμενος.

Όχι, διέκοψε, χουχουλίζων μικρόν διά της από του στόματος θερμότητος τας μελανιασμένας χείρας του, έλεγα να το κρύψω, αλλά θα το 'πω. Τι δα! Χριστούγεννα ξημερώνουν. Και είνε αμαρτία να λέη κανένας ψέμματα τέτοια χρονιάρα μέρα. Νά! Βλέπετε αυτό τα τάλλαρο; Και εγκαταλιπών πλέοντα εν τη χύτρα τα εντόσθια, έχωσε την χείρα του εις την βαρείαν κάπαν και εξήγαγε δολλάριον αμερικανικόν απαστράπτον.