United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθησαι καλά εδώ• αλλά και αν με μολύβι είσαι κολλημένη εις το έδαφος, πάλιν εγώ θα σε εκτοπίσω, πριν να έλθη ο υιός του Αχιλλέως, εις τον οποίον έχεις τόσην πεποίθησιν. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Έχω πεποίθησιν. Παράξενον! Κατά των ερπετών και των θηρίων οι θεοί έδωκαν εις τους ανθρώπους φάρμακα.

Ίσως που πολεμούσε με κοντάρια και με σαΐτες, αντί με μολύβι και με φωτιά. Ίσως που είταν ένας και μοναχός σε μια λάκερη Πόλη. Ένας είταν, κ' ένας μας έμεινε. Σήκω, να πάμε στου φίλου. Ανάπαψη δε θα βρούμε και δω. Ανάγκη δεν είναι να μπούμε από τις πόρτες τις μαρμαρένιες. Μπορούμε, και πρέπει να μπούμε σα σφίγγες από μια τρύπα, και να σύρουμε ίσια στ' αυτί του να του πούμε δυο λόγια.

Πέρασαν αιώνες κριτικής τέχνης που δεν ήτανε δημιουργικοί στην κοινή της λέξεως σημασία, αιώνες οπού το μυαλό του ανθρώπου γύρεψε να τακτοποιήση τους θησαυρούς του θησαυροφυλακίου του, να χωρίση το μάλαμα από το ασήμι και το ασήμι από το μολύβι, να μετρήση ξανά και ξανά τις διαμαντόπετρες και να δώση ονόματα στα μαργαριτάρια.

Επέρασαν απ' ταις εννηά έως το μεσημέρι τρεις ώραις, και δεν έφθασεν ακόμ' η παραμάνα! Αν είχε της νεότητος το αίμα και τα πάθη, θα ήτο γοργοκίνητη· τα λόγια μου 'σαν σφαίρα θα την ‘πέτούσαν να ιδή τον αγαπητικόν μου, κι οπίσω πάλιν και αυτός θα μου την επετούσε. Αλλά του γέρου το κορμί τον θάνατον 'θυμίζει· είν' αργοκίνητον, χλωμόν, βαρύ 'σαν το μολύβι.

Γιατί κτυπούν έτσι τα δόντια σου; Προχώρησε να φύγουμε. Έλα κοντά μου. — Έρχομαι. Τα πόδια μου είναι μολύβι. Προχωρήσαμε μες στο σκοτάδι. — Σφίξε μου το χέρι. Έλα κοντά μου. Κρατούσαμε σφικτά ο ένας το χέρι του άλλου, τα νύχια μου είχαν μπη βαθιά στα κρέατα του κ' ένοιωθα τα νύχια του να σχίζουν τη σάρκα μου. Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. — Σφίξε μου το χέρι, σου λέω. Τρέμω...

Άφησε τα πέλαγα, τις δροσιές, το καθαρό αέρι, απαρνήθηκε τον κόσμο, τις μεγάλες πολιτείες, τη ζωή και τα καλά της και κλείσθηκε στη φυλακή, μέσα στα λιβάνια, στις κακομοιριές του κόσμου, στα βάσανα. Ένα μολύβι του πλάκωσε την καρδιά. Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά, και τους γιατρούς που τον πήραν στο λαιμό τους.

Αισθανόμουν την ψυχή ν' αλυχτά ζηλιάρα όλα εκείνα τα παληκάρια και δάκρυα ήθελα να χύσω πύρινα για την καταδίκη της σκληρής μου μοίρας. Μα οι βρύσες των ματιών μου ήσαν σφαλιστές και το δάκρυ επισοδρομούσε κ' εχυνόταν μέσα στο μυαλό, καυτερό και βαρύ σαν αναλυωμένο μολύβι. Το μυαλό δεν ήθελε να δεχθή το δάκρυ μου κ' εκλωτσούσε πάσχοντας να σπάση το καύκαλο και να χυθή ακράτητο.

Άιντε, μωρή Λιώ, να στρώσης το σουφρά. Η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα, έβαλε το σουφρά μπρος στη γωνιά κ' άρχισε να μπαινοβγαίνη με τα σιγύρια. Φάγαμε. Ο δρόμος της ημέρας κ' η αποσταμάρα, μας έκαμε να νυστάζουμε όλοι, να βαραίνουν σα μολύβι τα μάτια μας. Έχωσε τη φωτιά η γριά και ξαπλωθήκαμε όλοι αραδωτά.

Με πιάσανε, με σύρανε στη φυλακή. Φονιάς. Φονιάς έγινα στα γεράματα. — Με το δίκηο σου, Καπετάν Γιάννη, του είπα. Με το δίκηο σου. — Δεν ξέρω δίκηο ξεδίκηο. Ένα πράμμα ξέρω. Ένα μολύβι σηκώθηκε απ' τα στήθια μου. Ανάσσανα. Ο Θεός να με συχωρέση. Έβγαλα το άχτι της γενιάς μου. Μιας γενιάς άχτι. Μια χαρά παράξενη ήταν ζωγραφισμένη τώρα στο πρόσωπό του. — Άκουσε, του λέω, Καπετάν Γιάννη.

Αυτός ο σημαντικός άνθρωπος, ο τόσο δυνατός στην πέννα, στο μολύβι και στο φαρμάκι, όπως ωραία είπε κάποιος μεγάλος ποιητής σημερινός, γεννήθηκε στο Chiswick στα 1794. Ο πατέρας του ήταν γυιός ενός διασήμου επιτρόπου του Gray's Ιnn και Hatton Garden. Η μητέρα του ήταν κόρη του περιφήμου Dr.