United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εννοήσαντες δε οι Αθηναίοι ότι αι προετοιμασίαι εκείναι εγίνοντο, διότι τους ενόμιζον αδυνάτους ηθέλησαν να αποδείξουν ότι η κρίσις των δεν ήτο ορθή, και ότι, χωρίς να καλέσουν οπίσω τον εν Λέσβω στόλον, ηδύναντο να αποδιώξουν εύκολα τον επερχόμενον από της Πελοποννήσου.

Εδιάλεξα τρία κομμάτια που μου άρεσαν, και χωρίς να του ζητήσω τιμήν του έρριξα την σακκούλαν με τα φλωριά και του είπα· πληρώσου διά αυτά και όσα μείνουν δος μου τα οπίσω. Έμεινε αυτός εκστατικός εις το να ιδή εις εμένα μίαν τέτοιαν γενναιότητα, και αφού επληρώθη και μου έδωσε τα λοιπά φλωριά οπίσω, μου είπεν.

Τι να κάμη; Αν δεν πάρη οπίσω. το καρυοφύλλι ν' αποθάνη τουλάχιστον και αυτή, και ο Ταχίρ Γιάτσης να το φέρη, επαξίως πλέον, αφού κατώρθωσε να εξολοθρεύση ολόκληρον την οικογένειαν του Σπαθόγιαννου. . .

Φθάνοντες εις τον τόπον οι Ινδοί με σάκκους πληρούσιν αυτούς άμμου και επιστρέφουσιν οπίσω όσον τάχιστα, διότι, ως λέγουσιν οι Πέρσαι, ευρίσκουσιν οι μύρμηκες τα ίχνη των εκ της οσμής και τους διώκουσι. Τόσον δε ταχύτατα είναι τα ζώα ταύτα, ώστε εάν οι Ινδοί δεν επρόφθανον να μακρύνωνται πολύ όταν συνάζωνται οι μύρμηκες, κανείς εξ αυτών δεν θα εσώζετο.

Και την επώλησα και μου έδωκαν αυτά τα χρήματα. — Καλά σου την επλήρωσαν, είπεν ο μεγάλος Κλώσος, και υπήγεν οπίσω, επήρε τον πέλεκύν του και εσκότωσεν αμέσως την νόναν του, την έβαλεν εις μίαν άμαξαν και υπήγεν εις την πόλιν, και ηύρεν ένα φαρμακοπώλην, και τον ηρώτησεν αν θέλη ν' αγοράση μίαν γραίαν αποθαμένην. — Πού την ηύρες; ηρώτησεν ο φαρμακοπώλης. — Είναι η νόνα μου.

Ενώ δε οι περισσότεροι Σκύθαι διήλθον χωρίς να προξενήσωσιν ουδέ την παραμικράν βλάβην, ολίγοι τινές αυτών, μείναντες οπίσω, εσύλησαν διαβαίνοντες τον ναόν της ουρανίας Αφροδίτης.

ΜΕΝΕΑΑΟΣ Τι λέγεις ; Και ποίος θα σε αναγκάση ποτέ να θανατώσης την κόρην σου; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ολόκληρον το στράτευμα των Ελλήνων. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Όχι, ποσώς. Αρκεί να την στείλης οπίσω εις το Άργος ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ θα ηδυνάμην να το πράξω χωρίς να παρατηρηθή. Δεν θα κατορθώσω όμως ν' αποφύγω άλλο τι. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ποίον; Δεν πρέπει να φοβήσαι τόσον τα πλήθη. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ο Κάλχας θ' ανακοινώση τον χρησμόν εις το στράτευμα.

Εχαιρέτησα στρατιωτικώς και πάλιν, απορών ολίγον διατί ετασσόμην οπίσω, και με το ξίφος γυμνόν έμεινα παρά τον μύλον, ενώ διέβαινον έμπροσθέν μου οι στρατιώται, ακολουθούντες τον αρχηγόν. Τους εμέτρησα, ήσαν εξήκοντα. Άλλοι τόσοι περίπου ήσαν οι προπορευθέντες. Αλλ' ο Μίρτος δεν ήτο μεταξύ των εξήκοντα. Επερίμενα να τον ίδω ερχόμενον, αλλά δεν εφαίνετο και είχον ήδη διέλθει όλοι οι οπλίται.

Ο πολίτης δεν ήτον ο δραγάτης τον οποίον είχεν αφήσει οπίσω, με τον ένα χωροφύλακα, ήτον άλλος, κ' εφόρει φράγκικα. Αυτή λοιπόν ήτο η ενέδρα, την οποίαν είχεν υποπτεύσει ευλόγως αυτή, με την οποίαν ηθέλησαν να την βάλουν εις τα στενά; Ιδού ότι τώρα την έφθαναν. Η Φραγκογιαννού έτρεξεν, έκαμε τον σταυρόν της, κ' επάτησεν επάνω εις το πέρασμα της άμμου. Η άμμος ήτον ολισθηρά.

Ομοίως υπερπετάξαντες, Μακράν οπίσω ιδώμεν Την οργήν των τροχών Από τυφλάς ηνίας Διασυρομένων. Ως αγλαά τοσαύτα Δώρα δοξολογούνται, Αλλά πολύ αγλαότερον Ο νους οπού αποφεύγει Την δουλωσύνην. Υποκυμαινομένους Δασέας ελαιώνας Η Πάργα υψηλοκάρηνος Βλέπει· και αυτήν ο Άρης Υπερεφίλει. Αλλά μόλις η χάλαζα Έπαυε του πολέμου, Και συ Δάματρα εχάριζες Τον δαψιλόν χρυσόν, Πόθος Ζεφύρων.