United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αφού τον εχαιρέτησα όντας πλησίον του, τον ερώτησα διά να μου ειπή διατί τα καράβια που απερνούν από εκείνην την θάλασσαν ετραβιόνταν με τόσην βίαν εναντίον εις την θέλησίν των, προς ετούτο το βουνόν, και ποίος ήτον ο αυτουργός αυτής της μαγείας, με της οποίας την δύναμιν τα έκανε να ξαναγυρίσουν εις την θάλασσαν, και να πιάνουν την στράταν των;

Έφθασα τέλος πάντων εις έναν τόπον που ήτον ένας Ναός, εις την θύραν του οποίου έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Δεν είνε άλλος Θεός, παρά ο Θεός, ο Μωάμεθ είνε ο προφήτης του». Και από μέσα ήτον ένας άνθρωπος γονατιστός που επροσκυνούσε· και αφού εκαρτέρησα έως που ετελείωσε να προσκυνήση, τον εχαιρέτησα λέγοντάς του· Σελάμ αλέκημ και αυτός αποκρινόμενος μου το, Αλέκημ σελάμ, μου είπε, ω νέε Μουσουλμάνε· κάνει χρεία βεβαίως ότι θα είσαι πολλά αγαπημένος του Μωάμεθ που ημπόρεσες να έλθης έως εδώ· ηξεύρεις εσύ εις ποίον τόπον ευρίσκεσαι; ηξεύρεις ότι ετούτο το περιβόλι είναι η διωρισμένη κατοικία των φίλων και εδικών του Μωάμεθ; εδώ μία ευτυχία αιώνιος τους καρτερεί, και διά το παρόν είναι πολύ πλήθος, και θέλω σε κάμει να τους ιδής.

Ακούοντας τα λόγια αυτά, εχαιρέτησα για να δείξω την ευγνωμοσύνην μου, διότι η καταθλιπτική εντύπωσις του μεγαλείου αυτού, των αρωμάτων, της μουσικής, του εκκεντρικού τρόπου με τον οποίον μου μιλούσε, με έκαμναν ανίκανον να εκφράσω με λόγια την σημασίαν που απέδιδα σε μια τόσο κολακευτική για μένα εξαίρεσι.

Ο Πολέμων εγύρισε από τον πόλεμον πλούσιος, ως λένε• τον είδα δε κι' εγώ με μανδύα κατακόκκινον και με πολλούς ακολούθους. Και οι φίλοι του ως τον είδαν έτρεχαν να τον χαιρετούν. Έτσι ευρήκα καιρόν να πλησιάσω τον υπηρέτην που είχε πάη μαζή του έξω και τον αρώτησα• δεν μου λες, Παρμένων, του είπα, αφού τον εχαιρέτησα, πώς τα περάσατε και τι καλά εφέρατε από τον πόλεμον;

Τον εχαιρέτησα όπως συνειθίζω και τον είπα αφέντην και αμέσως ετράβηξα για να μη περπατώ μαζή του, όπως ήμουν κακοντυμένος, και τον ντροπιάζω• αυτός όμως μου φώναξε και μούπε• Μίκυλλε, σήμερον έχω τραπέζι, γιατί εορτάζω τα γενέθλια της κόρης μου, κι' εκάλεσα πολλούς από τους φίλους μου.

Αλλ' εγώ προλαμβάνοντάς τον με γλυκά και παρηγορητικά λόγια του έδωκα θάρρος και τον διεβεβαίωσα ότι θέλω να τον υπερασπισθώ και να του φυλάξω την ζωήν από κάθε κίνδυνον και πλησιάζοντας, τον εχαιρέτησα και τον ερώτησα ποία είναι η αιτία που ευρίσκεται εκεί εις την υπόγειον φυλακήν.

Την ερχομένην ημέραν βλέπω ένα άνθρωπο πεζόν που έσερνεν ένα άλογον φορτωμένον. Εγώ τον έφθασα, και αφού τον εχαιρέτησα, τον ερώτησα διά πού πηγαίνει. Πηγαίνω διά το Μπαγδάτ, μου απεκρίθη αυτός, και εις δύο ημέρες θέλω είμαι εκεί.

Την ερχομένην ημέραν διατρίβοντας ένθεν κακείθεν εις το νησί άφοβα, βλέπω εις την άκραν από ένα ποταμάκι ένα γεροντάκι· επλησίασα προς αυτό, του ωμίλησα και το εχαιρέτησα, αλλά δεν με απεκρίθη, παρά μόνον με την κλίσιν της κεφαλής, και ενόμισα, ότι είχε ναυαγήση ωσάν και εγώ.

Εχαιρέτησα ως τόσον τον Μουφάκ χωρίς να του ειπώ κανένα λόγον. Μα ο Κατής γνωρίζοντάς με αντραλωμένον και αμφιβάλλοντας ότι από καμμίαν μου απόκρισιν θα μείνη ανωφελής ο στοχασμός του, άρχισε να λέγη, ότι δεν πρέπει να χάνεται ο καιρός εις λόγια, αλλά πρέπει να κάμωμεν το συμφωνητικόν γράμμα της υπανδρείας εις ετούτην την στιγμήν.

Επειδή δε ένας από αυτούς είνε άρρωστος και δεν μπορεί νάρθη να φάγη μαζή μας, να λουσθής εσύ και να ελθής, εκτός αν ο προσκεκλημένος ειδοποιήση ότι θα έλθη, διότι τώρα είνε αμφίβολον αν θα έλθη. Εγώ εχαιρέτησα και έφυγα, ευχόμενος σ' όλους τους θεούς να στείλουν κανένα πυρετόν, καμμιά πλευρίτιδα ή ποδάγραν εις εκείνον τον αδιάθετον του οποίου ήμουν εγώ αναπληρωτής και αντίδειπνος και διάδοχος.