United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις εκείνην την αυλήν ήτον εμποδισμένον με θάνατον όποιος ήθελε σταθή αργά εις το περιβόλι του παλατίου εις το οποίον, αφού και οι άνδρες ετραβιόνταν πριν νυκτώση, έβγαιναν οι γυναίκες του παλατίου, και εσεργιάνιζαν διά μερικές ώρες. Και μίαν ημέραν όντας εις τον κήπο μόνος μου, και στοχαζόμενος τα περασμένα μου συμβεβηκότα, επέρασεν η διωρισμένη ώρα που έπρεπε να τραβηχτώ, χωρίς να καταλάβω.

Εν ώ δ' ευρίσκετο εις αμηχανίαν, έρχεται ο Προμηθεύς, διά να επιθεωρήση την μοιρασιά, και βλέπει ότι τα μεν άλλα ζώα είχον εν τάξει όλα, ο δε άνθρωπος έμεινε γυμνός, χωρίς υποδήματα, χωρίς στρώμα και χωρίς όπλα· έφθασε δε πλέον και η διωρισμένη ημέρα, κατά την οποίαν έπρεπε και ο άνθρωπος να εξέλθη από την γην εις το φως.

Έφθασα τέλος πάντων εις έναν τόπον που ήτον ένας Ναός, εις την θύραν του οποίου έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Δεν είνε άλλος Θεός, παρά ο Θεός, ο Μωάμεθ είνε ο προφήτης του». Και από μέσα ήτον ένας άνθρωπος γονατιστός που επροσκυνούσε· και αφού εκαρτέρησα έως που ετελείωσε να προσκυνήση, τον εχαιρέτησα λέγοντάς του· Σελάμ αλέκημ και αυτός αποκρινόμενος μου το, Αλέκημ σελάμ, μου είπε, ω νέε Μουσουλμάνε· κάνει χρεία βεβαίως ότι θα είσαι πολλά αγαπημένος του Μωάμεθ που ημπόρεσες να έλθης έως εδώ· ηξεύρεις εσύ εις ποίον τόπον ευρίσκεσαι; ηξεύρεις ότι ετούτο το περιβόλι είναι η διωρισμένη κατοικία των φίλων και εδικών του Μωάμεθ; εδώ μία ευτυχία αιώνιος τους καρτερεί, και διά το παρόν είναι πολύ πλήθος, και θέλω σε κάμει να τους ιδής.

Σου φαίνεται, μου είπεν αυτός, ότι ετούτοι οι θησαυροί θα αχρήζουν επιμέλειαν διά να τους αυξήσωμεν; αγροικάς εναντίωσιν διά να ταξειδεύσης; Όχι, του απεκρίθηκα, είμαι έτοιμος να έλθω όπου με προστάξης. Και με τούτο εβγήκαμεν από εκείνον τον οντά, που είχε τους θησαυρούς. Φθάνοντας λοιπόν η διωρισμένη ημέρα εμβήκαμεν εις το καράβι και εμισεύσαμεν.

Μπαίνουν θεριστάδες, ωραία ντυμένοι· κάνουν με τες Νύμφες ένα νόστιμο χορό· προς το τέλος, ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ ταράζετ' έξαφνα, και μιλεί· ύστερα με μία παράξενη, κούφια, και ανακατωμένη βοή, θλιβερά γίνοντ' άφαντοι. Είχα λησμονήσει τη μαύρη εκείνη συνωμοσία του ζώου Κάλιμπαν με τους συντρόφους του, να με χαλάσουν· η διωρισμένη στιγμή επλάκωσε. Εξαίρετα. Φευγάτε· παύσετε.

Τότε εγώ έτρεξα ευθύς εις τον κήπο, και έμεινα εκεί έως που ήλθεν η νύκτα. Αν την πρώτην φοράν έλαβα θλίψιν που είχα μείνει εκεί αργά, ετούτην ήμουν ανυπόμονος πότε να έλθη η διωρισμένη ώρα. Ερχομένη τέλος πάντων, βλέπω ολίγον υστερότερα μίαν κυράν, και από το περιπάτημά της εκατάλαβα ότι ήτον η Καλεκάρη.