United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις ετούτα τα λόγια μου αυτή εχαμογέλασε λέγοντάς μου πως έπρεπε πρώτον να βεβαιωθή καλώς διά την σταθερότητά μου και αν την αγαπώ εκ καρδίας, και ύστερον να κάμη μίαν τέτοιαν απόφασιν· έπειτα από αυτά μου έδειξε πολλές περιποιήσες, που διά συντομίαν τες αφίνω και με τούτον τον τρόπον έμεινα εκεί περισσότερον από οκτώ ημέρας ευφραινόμενος ακαταπαύστως, και απολαμβάνοντας μίαν τέτοιαν γλυκείαν συντροφιάν, την οποίαν κάθε ένας ημπορεί να στοχασθή, που θα είχα δύο τρυφεροί αγαπητικοί.

Πέτρες που στρωθήκανε μια φορά στα σοκάκια του, και πια δεν ξεστρωθήκανε! Μόνο τις στρογγύληνε ο καιρός από πάνω, τις ρίζωσε βαθιά αποκάτω, και τώρα χριστιανός κι αν θέλη να περπατήξη δίχως &να σκύβη&, είναι αδύνατο! Μήτε γω δεν πηγαίνω πια στο χωριό. Σαν ήρθα γέρος από τα ξένα, έμεινα στην πατρίδα της νιότης μου μερικούς μήνες.

Και ποίον είναι αυτό το σπουδαίον και ευχάριστον, μου απήντησεν εκείνος, διότι αυτοί εδώ βεβαίως δεν κάμνουν τίποτε άλλο παρά να φλυαρούν, συζητούντες διά τα ουράνια φαινόμενα και να απαγγέλλουν διαρκώς διαφόρους φιλοσοφικάς ανοησίας. Έμεινα έκπληκτος τότε εγώ διά την απόκρισίν του αυτήν, και του είπον εντόνως: — Και πώς!

Ολίγας ημέρας έμεινα προ ετών εις Μεδιόλανα. Με ηύφρανεν όμως, σε βεβαιώ, κατά το βραχύ αυτό διάστημα, το εξωτερικόν εκείνο ήθος της ευτυχίας, το οποίον βλέπει ευθύς πρώτον ο επισκεπτόμενος την πόλιν, και το οποίον διαθέτει τόσον ευχαρίστως του θεατήν, οπουδήποτε και αν το απαντήση, είτε εις πόλιν ολόκληρον, είτε εις οικίαν είτε εις άτομον απλούν.

Τον είδα μέσ' τα αίματα, κατάχλωμον 'σαν στάκτην, ελεεινόν, ελεεινόν κ' αιματοκυλισμένον! Τον είδα, κ' έμεινα ξερή και απολιθωμένη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Σχίσου καρδιά μου, ράγισε! Καρδιά καμμένη σχίσου. Κλεισθήτε μάτια μου! το φώς ποτέ μη ξαναϊδήτε! Ω χώμα, γύρισε ‘ς την γην. Σταμάτησε πνοή μου. Κ' εμέ και τον Ρωμαίον μου μια πλάκα να σκεπάση! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τυβάλτη μου, Τυβάλτη μου!

Σα να μ' έστειλε ο Θεός και τη βρίσκω τη δύστυχη στην τρομερή αυτή μοναξιά. Δέσπω. Μήτε βογκητό μήτε στεναγμός δεν ανεβαίνει από το μαύρο το χώμα. Έρμη, έρμη έμεινα πια στον κόσμο! Ας σύρω και ας ρίξω στον γκρεμνό το κορμί μου, τα όρνια να το φαν και να πετάξουνε στα ξένα να της πουν της Αρετούλας ταμέτρητα βάσανά μου. Συνέσ.

Εις τοιούτον ανέλπιστον φαινόμενον εγώ έμεινα εκστατική, στοχαζομένη πώς είνε δυνατόν να έμεινε αυτός ζωντανός εις μίαν πόλιν που όλοι μετεμορφώθησαν εις λίθους· ίσως εδώ να είναι κανένα απόκρυφον της φύσεως ή της μαγείας έργον.

Ευθύς έμεινα παραιτημένος από τους φίλους μου, και από όλους τους δουλευτάδες μου. Τι θλιβερά μεταλλαγή της τύχης! η δύναμίς μου ευρέθη ταπεινωμένη.

Έμεινα πολλά εκστατικός εις ετούτα τα λόγια· εβεβαιωνόμουν πολλά καλά, ότι θα ήλλαξα την μορφήν μου μα δεν ημπορούσα να καταλάβω πώς ο αδελφός μου να μη με εγνώριζε καθόλου.

Έλαβα έν απ' αυτά, και εκείνος εξακολουθούσε: Αφ' ότου η επιμέλειά μου σ' αυτά μου την κατάφερε τόσον άσχημα, δεν θέλω πλέον να έχω σχέσιν με τέτοια πράγματα. — Ήμουν περίεργος να μάθω την ιστορίαν. — Έμεινα, διηγήθηκε, επί τρεις περίπου μήνας εις την εξοχήν εις ένα φίλον, είχα ένα ζευγάρι πιστόλια αγέμιστα, και εκοιμώμην ήσυχος.