Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Τι καλούδια θα σας φέρη ο Γιάνν'ς μου ολωνών, όταν έρθ'!... Και τα παιδιά, ακούοντας ότι ο Γιάννης της Μήτραινας. θα τους έφερνε καλούδια, προντίζονταν και την άφιναν ήσυχη. Πέρασαν χρόνια και χρόνια, που εξακολουθούσε η κάκω η Μήτραινα να ελπίζη, κι' όλο να ελπίζη.

Μόλις όμως ο παππάς εδιάβασε της πρώταις ευχές, οπού εχτύπησαν δυνατά την πόρτα. Η γρηά έτρεξε, άνοιξε κ' εμπήκε μέσα ο άνδρας της, οπού αφού εκλείδωσε, τους είπε να κάμουν γρήγορα, γιατί εφοβότανε πως κάποιος ερχότανε, όχι με καλό σκοπό. Τον είχε κυριευμέν' ο φόβος. . . Όξω εξακολουθούσε το ζεύκι και μέσα ο παππάς επροχωρούσε στο διάβασμα.

Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι βροχερός και γύρω από το εκκλησάκι, σκουρόχρωμο ανάμεσα στις πέτρες και στους θάμνους της πεδιάδας, βασίλευε μια απέραντη σιωπή, μια έντονη μυρωδιά από δάση. Τα σύννεφα που τρέχανε στον γκρίζο ουρανό έδιναν στον τόπο μια όψη ακόμη πιο φανταστική. Όλο το πρωί ξεφύτρωναν καβαλάρηδες μέσα από το ομιχλώδες μονοπάτι.

Έπειτα εγώ έκλαια, αυτός δε εγέλα και εξακολουθούσε να μιλά εις τ' αυτί της Θαΐδος, εναντίον μου βέβαια, και η Θαΐς εχαμογέλα και μ' εκύτταζε. Όταν δε ήκουσαν ότι ήρχετο ο Λαμπρίας και εχόρτασαν από φιλιά, εχωρίσθηκαν• εγώ δε, αν και λυπημένη, εκάθησα δίπλα του διά να μη έχη προφάσεις να με κατηγορή έπειτα.

Αλλά κι' αν εξακολουθούσε ακόμη μπονάτσα, κι' αν έβγαιναν Τούρκοι, ο Κουμπής έκοβε το σπαθί του, και τα είχε καλά με τους αγάδες, «για το καλό της χριστιανωσύνης», και δεν ετολμούσαν να πειράξουν άνθρωπον.

Ο Καραϊσκάκης μ' όλα ταύτα δεν απέκαμεν, αλλ' εξακολουθούσε τας εργασίας του όπως ηδύνατο. Κατέπεισε δε και τον στόλαρχον και τον αρχιστράτηγον να λησμονήσωσι τα γενόμενα και να συμπράξωσιν ως και πρότερον.

Ζήτησε ελεημοσύνη από πολλά σοβαρά προσώπατα, μα όλοι του απαντούσαν, πως αν εξακολουθούσε να κάμνη αυτό το επάγγελμα, θα τον κλείνανε σε κανένα σωφρονιστήριο για να μάθη να δουλεύη. Απευθύνθηκε κατόπι σ' έναν άνθρωπο, που μόλις είχε πάψη να μιλή μόνος μιαν ολόκληρη ώρα περί ευσπλαχνίας μπροστά σε μια μεγάλη σύναξη ανθρώπων.

Και εγώ, είπεν η σουσουράδα, σε φέρνω αυτό το ριπίδι, όπου έδωκε το κάθε πουλί το ωραιότερό του φτερό για να γείνη. Αφού εφόρεσε τα μοναδικά της στολίδια, εφάνηκεν η Μηλιά τόσον ωραία που άρχισαν να υμνολογούν την περίσσεια χάρι της όλα μαζί τα πουλιά. Μόνον εκείνη εξακολουθούσε να είνε ανήσυχη και συλλογισμένη.

Ο μέγας περιηγητής Αμπουλβάρης έπαυσεν από το να ομιλή, όχι μονάχα διά να ξεκουρασθή μα διά να μη βαρύνη τους ακούοντας τον. Το καραβάνι ως τόσον εξακολουθούσε το ταξείδι του· και το βράδυ ήλθαν και εκόνευσαν εις ένα ωραιότατον κάμπον και εκεί αναπαύθησαν εκείνην την νύκτα, και την ακόλουθον ημέρα εξανάρχισαν το ταξείδι τους.

Παρακολούθησε τα τακουνάκια τους να χτυπούνε τακ-τακ σαν ξύλινο ταμπούρλο, και όταν χαθήκανε και τα κεφάλια τους ο ήχος των ψηλών τους τακουνιών εξακολουθούσε το τακ-τακ στ' αυτιά του. — Τι παράξενον ήχο, είπε, έχουνε τα γυναικεία τακουνάκια την ώρα που κατεβαίνουνε τις σκάλες.,,

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν